ρεμπεσκές
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρεμπεσκές | οι | ρεμπεσκέδες |
γενική | του | ρεμπεσκέ | των | ρεμπεσκέδων |
αιτιατική | τον | ρεμπεσκέ | τους | ρεμπεσκέδες |
κλητική | ρεμπεσκέ | ρεμπεσκέδες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ρεμπεσκές < →
Ουσιαστικό
ρεμπεσκές αρσενικό
ανεπρόκοπος, τεμπέλης
Μεταφράσεις
ρεμπεσκές
ισπανικά : gandul (es), holgazán (es)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License