ρεμεντζάρω
Ελληνικά
Ετυμολογία
ρεμεντζάρω < ιταλική remigare < remeggio < λατινική remigium < remigo < remus (κουπί) (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁reh₁- (κωπηλατώ) + -igo (< πρωτοϊταλικά *agō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂éǵeti < *h₂eǵ-: ἄγω)
Προφορά
ΔΦΑ : /ɾε.mεn.ˈtza.ɾɔ/
Ουσιαστικό
ρεμεντζάρω ουδέτερο
(ναυτικός όρος) (ιδιωματικό) άλλη μορφή του ρεμετζάρω
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τις λέξεις ρεμέτζο, ερέτης και άγω
Μεταφράσεις
ρεμεντζάρω
→ δείτε τη λέξη ρεμετζάρω
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License