ρεμάλι
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρεμάλι | τα | ρεμάλια |
γενική | του | ρεμαλιού | των | ρεμαλιών |
αιτιατική | το | ρεμάλι | τα | ρεμάλια |
κλητική | ρεμάλι | ρεμάλια | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ρεμάλι < τουρκική remmal < αραβική رمل (raml: άμμος· πληθυντικός: رمال: rimaal) (μάντης από σχήματα στην άμμο}[1]
Προφορά
ΔΦΑ : /ɾε'ma.li/
Ουσιαστικό
ρεμάλι ουδέτερο
άνθρωπος αχρείος που κατ’ επιλογή δεν έχει δουλειά, ο τεμπέλης
Μεταφράσεις
ρεμάλι
αγγλικά : wretch (en)
Αναφορές
ρεμάλι στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License