ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ρελιάζω

Ελληνικά
Ετυμολογία

ρελιάζω < ρέλι + -ιάζω < ιταλική regli, πληθυντικός του reglio

Ρήμα

ρελιάζω

βάζω ρέλι σ’ ένα ύφασμα, μια ταπετσαρία, ένα χαρτί κ.λπ.

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη ρέλι

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ρελιάζω ρέλιαζα θα ρελιάζω να ρελιάζω ρελιάζοντας
β' ενικ. ρελιάζεις ρέλιαζες θα ρελιάζεις να ρελιάζεις ρέλιαζε
γ' ενικ. ρελιάζει ρέλιαζε θα ρελιάζει να ρελιάζει
α' πληθ. ρελιάζουμε ρελιάζαμε θα ρελιάζουμε να ρελιάζουμε
β' πληθ. ρελιάζετε ρελιάζατε θα ρελιάζετε να ρελιάζετε ρελιάζετε
γ' πληθ. ρελιάζουν(ε) ρέλιαζαν
ρελιάζαν(ε)
θα ρελιάζουν(ε) να ρελιάζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ρέλιασα θα ρελιάσω να ρελιάσω ρελιάσει
β' ενικ. ρέλιασες θα ρελιάσεις να ρελιάσεις ρέλιασε
γ' ενικ. ρέλιασε θα ρελιάσει να ρελιάσει
α' πληθ. ρελιάσαμε θα ρελιάσουμε να ρελιάσουμε
β' πληθ. ρελιάσατε θα ρελιάσετε να ρελιάσετε ρελιάστε
γ' πληθ. ρέλιασαν
ρελιάσαν(ε)
θα ρελιάσουν(ε) να ρελιάσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ρελιάσει είχα ρελιάσει θα έχω ρελιάσει να έχω ρελιάσει
β' ενικ. έχεις ρελιάσει είχες ρελιάσει θα έχεις ρελιάσει να έχεις ρελιάσει
γ' ενικ. έχει ρελιάσει είχε ρελιάσει θα έχει ρελιάσει να έχει ρελιάσει
α' πληθ. έχουμε ρελιάσει είχαμε ρελιάσει θα έχουμε ρελιάσει να έχουμε ρελιάσει
β' πληθ. έχετε ρελιάσει είχατε ρελιάσει θα έχετε ρελιάσει να έχετε ρελιάσει
γ' πληθ. έχουν ρελιάσει είχαν ρελιάσει θα έχουν ρελιάσει να έχουν ρελιάσει



Μεταφράσεις
ρελιάζω

αγγλικά : border (en), hem (en), edge (en)
γερμανικά : säumen (de)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License