ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία

ρεκτιφιέ < (άμεσο δάνειο) γαλλική rectifier (ρήμα: επιδιορθώνω)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾe.ktiˈfçe/

Ουσιαστικό

ρεκτιφιέ ουδέτερο άκλιτο

(μηχανολογία): η αποκατάσταση μιας μηχανής, στην αρχική εργοστασιακή κατάσταση ώστε να λειτουργεί σωστά
(ειδικότερα) η αποκατάσταση ενός φθαρμένου κυλίνδρου, με λείανση των εξωτερικών τοιχωμάτων του

↪ έκανα ρεκτιφιέ στο αυτοκίνητο

Μεταφράσεις
ρεκτιφιέ

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License