ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία

ρεκάζω < αρχαία ελληνική ῥέγκω / ῥέγχω

Ρήμα

ρεκάζω

σκούζω, κρώζω, κραυγάζω

Συγγενικές λέξεις

ρέκασμα
ρεκασμός

Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ρεκάζω ρέκαζα θα ρεκάζω να ρεκάζω ρεκάζοντας
β' ενικ. ρεκάζεις ρέκαζες θα ρεκάζεις να ρεκάζεις ρέκαζε
γ' ενικ. ρεκάζει ρέκαζε θα ρεκάζει να ρεκάζει
α' πληθ. ρεκάζουμε ρεκάζαμε θα ρεκάζουμε να ρεκάζουμε
β' πληθ. ρεκάζετε ρεκάζατε θα ρεκάζετε να ρεκάζετε ρεκάζετε
γ' πληθ. ρεκάζουν(ε) ρέκαζαν
ρεκάζαν(ε)
θα ρεκάζουν(ε) να ρεκάζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ρέκασα θα ρεκάσω να ρεκάσω ρεκάσει
β' ενικ. ρέκασες θα ρεκάσεις να ρεκάσεις ρέκασε
γ' ενικ. ρέκασε θα ρεκάσει να ρεκάσει
α' πληθ. ρεκάσαμε θα ρεκάσουμε να ρεκάσουμε
β' πληθ. ρεκάσατε θα ρεκάσετε να ρεκάσετε ρεκάστε
γ' πληθ. ρέκασαν
ρεκάσαν(ε)
θα ρεκάσουν(ε) να ρεκάσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ρεκάσει είχα ρεκάσει θα έχω ρεκάσει να έχω ρεκάσει
β' ενικ. έχεις ρεκάσει είχες ρεκάσει θα έχεις ρεκάσει να έχεις ρεκάσει
γ' ενικ. έχει ρεκάσει είχε ρεκάσει θα έχει ρεκάσει να έχει ρεκάσει
α' πληθ. έχουμε ρεκάσει είχαμε ρεκάσει θα έχουμε ρεκάσει να έχουμε ρεκάσει
β' πληθ. έχετε ρεκάσει είχατε ρεκάσει θα έχετε ρεκάσει να έχετε ρεκάσει
γ' πληθ. έχουν ρεκάσει είχαν ρεκάσει θα έχουν ρεκάσει να έχουν ρεκάσει


Μεταφράσεις
ρεκάζω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License