ρεφενές
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρεφενές | οι | ρεφενέδες |
γενική | του | ρεφενέ | των | ρεφενέδων |
αιτιατική | τον | ρεφενέ | τους | ρεφενέδες |
κλητική | ρεφενέ | ρεφενέδες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ρεφενές < τουρκική refene < περσική عارفانه (arefaneh)
Προφορά
ΔΦΑ : /ɾɛ.fɛ.ˈnɛs/
Ουσιαστικό
ρεφενές αρσενικό
το ατομικό μερίδιο σε μια συλλογική δαπάνη για φαγητό, διασκέδαση κλπ
Μεταφράσεις
ρεφενές
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License