ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ρεντίκολο

Ελληνικά

πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρεντίκολο τα ρεντίκολα
      γενική του ρεντίκολου των ρεντίκολων
    αιτιατική το ρεντίκολο τα ρεντίκολα
     κλητική ρεντίκολο ρεντίκολα
Παράρτημ

Ετυμολογία

ρεντίκολο < ιταλική ridicolo, λατινική ridiculus < ridere · από την ίδια ρίζα και το γαλλικό ridicule καθώς και τα αγγλικά ridicule, ridiculous

Ουσιαστικό

ρεντίκολο ουδέτερο

αυτός που έχει γελοιοποιηθεί, έχει ρεζιλευτεί

Εκφράσεις

γίνομαι ρεντίκολο: γελοιοποιούμαι, ρεζιλεύομαι, γίνομαι ρεζίλι


Μεταφράσεις
ρεντίκολο

αγγλικά : laughing stock (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License