ραγιάς
Ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γιουσουφάκι | τα | γιουσουφάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γιουσουφάκι | τα | γιουσουφάκια |
κλητική | γιουσουφάκι | γιουσουφάκια | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ραγιάς < τουρκική raya < αραβική رعايا (raʿāyā), πληθυντικός του رعية (raʿiyya: κοπάδι, αγέλη) < ρίζα ر ع ي (r-ʿ-y)
Προφορά
ΔΦΑ : /ɾa.ˈʝas/
Ουσιαστικό
ραγιάς αρσενικό
(ιστορία) ο μη μουσουλμάνος υπήκοος (υποτελής / σκλάβος) του σουλτάνου στα χρόνια της τουρκοκρατίας
(κατ' επέκταση) (μειωτικό) υποτελής, υπόδουλος
Παράγωγες λέξεις
ραγιάδικα
ραγιάδικος
ραγιαδισμός
Μεταφράσεις
ραγιάς
αγγλικά : rayah (en)
γαλλικά : raya (fr), raïa (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License