ψέγω
Ελληνικά
Ετυμολογία
ψέγω < αρχαία ελληνική ψέγω
Προφορά
ΔΦΑ : /ˈpsɛ.ɣɔ/
Ρήμα
ψέγω
επικρίνω, ασκώ αρνητική κριτική, κατακρίνω, μέμφομαι
Συγγενικές λέξεις
ψεγάδι
ψεγάδιασμα
ψεγαδιάστρα
ψεγαδιάζω
ψόγος
άψογος
Μεταφράσεις
ψέγω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
ψέγω < θέμα ψεγ και ψογ
Ρήμα
ψέγω
κατηγορώ, ψέγομαι, κατακρίνω
Αρχικοί χρόνοι | Ενεργητική φωνή | Μέση-Παθητική φωνή |
---|---|---|
Ενεστώτας | ψέγω | ψέγομαι |
Παρατατικός | ἔψεγον | |
Μέλλοντας | ψέξω | |
Αόριστος | ἔψεξα | |
Παρακείμενος | ἔψεγμαι | |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Συγγενικές λέξεις
ψόγος
ψέκτης
ψεκτός
ψεκτέος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License