ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ψεγαδιάζω

Ελληνικά
Ετυμολογία

ψεγαδιάζω < ψεγάδι + -ιάζω

Ρήμα

ψεγαδιάζω

(λαϊκότροπο) εντοπίζω κάποιο ψεγάδι σε πρόσωπο ή αντικείμενο

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη ψεγάδι

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ψεγαδιάζω ψεγάδιαζα θα ψεγαδιάζω να ψεγαδιάζω ψεγαδιάζοντας
β' ενικ. ψεγαδιάζεις ψεγάδιαζες θα ψεγαδιάζεις να ψεγαδιάζεις ψεγάδιαζε
γ' ενικ. ψεγαδιάζει ψεγάδιαζε θα ψεγαδιάζει να ψεγαδιάζει
α' πληθ. ψεγαδιάζουμε ψεγαδιάζαμε θα ψεγαδιάζουμε να ψεγαδιάζουμε
β' πληθ. ψεγαδιάζετε ψεγαδιάζατε θα ψεγαδιάζετε να ψεγαδιάζετε ψεγαδιάζετε
γ' πληθ. ψεγαδιάζουν(ε) ψεγάδιαζαν
ψεγαδιάζαν(ε)
θα ψεγαδιάζουν(ε) να ψεγαδιάζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ψεγάδιασα θα ψεγαδιάσω να ψεγαδιάσω ψεγαδιάσει
β' ενικ. ψεγάδιασες θα ψεγαδιάσεις να ψεγαδιάσεις ψεγάδιασε
γ' ενικ. ψεγάδιασε θα ψεγαδιάσει να ψεγαδιάσει
α' πληθ. ψεγαδιάσαμε θα ψεγαδιάσουμε να ψεγαδιάσουμε
β' πληθ. ψεγαδιάσατε θα ψεγαδιάσετε να ψεγαδιάσετε ψεγαδιάστε
γ' πληθ. ψεγάδιασαν
ψεγαδιάσαν(ε)
θα ψεγαδιάσουν(ε) να ψεγαδιάσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ψεγαδιάσει είχα ψεγαδιάσει θα έχω ψεγαδιάσει να έχω ψεγαδιάσει
β' ενικ. έχεις ψεγαδιάσει είχες ψεγαδιάσει θα έχεις ψεγαδιάσει να έχεις ψεγαδιάσει
γ' ενικ. έχει ψεγαδιάσει είχε ψεγαδιάσει θα έχει ψεγαδιάσει να έχει ψεγαδιάσει
α' πληθ. έχουμε ψεγαδιάσει είχαμε ψεγαδιάσει θα έχουμε ψεγαδιάσει να έχουμε ψεγαδιάσει
β' πληθ. έχετε ψεγαδιάσει είχατε ψεγαδιάσει θα έχετε ψεγαδιάσει να έχετε ψεγαδιάσει
γ' πληθ. έχουν ψεγαδιάσει είχαν ψεγαδιάσει θα έχουν ψεγαδιάσει να έχουν ψεγαδιάσει



Μεταφράσεις
ψεγαδιάζω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License