ψαροκασέλα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψαροκασέλα | οι | ψαροκασέλες |
γενική | της | ψαροκασέλας | — | |
αιτιατική | την | ψαροκασέλα | τις | ψαροκασέλες |
κλητική | ψαροκασέλα | ψαροκασέλες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ψαροκασέλα < ψαρο- (ψάρι) + κασέλα
Ουσιαστικό
ψαροκασέλα θηλυκό
ξύλινο πλατύ και ρηχό κιβώτιο, που δίνει τη δυνατότητα στα νερά από τους πάγους να φεύγουν και χρησιμοποιείται από ψαράδες και ιχθυοπώλες για τη μεταφορά ψαριών
(μεταφορικά‑μειωτικό) γυναίκα άσχημη και αδύνατη
Μεταφράσεις
ψαροκασέλα
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License