ψαρεύω
Ελληνικά
Ετυμολογία
ψαρεύω < ψάρι + -εύω
Προφορά
ΔΦΑ : /psa.ˈɾe.vɔ/
Ρήμα
ψαρεύω
με τη χρήση καλαμιού, διχτυού κλπ., προσπαθώ να πιάσω ψάρια ή άλλα υδρόβια ζώα είτε επαγγελματικά είτε για απόλαυση, αλιεύω
εκμαιεύω από κάποιον τις προθέσεις του, κάποιο μυστικό ή άλλες πληροφορίες
Συγγενικές λέξεις
ψαράς
ψάρεμα
ψάρι
Συνώνυμα
αγρεύω
αγγιστρεύω
θηρεύω
πιάνω ψάρι
σαγγηνεύω
Κλίση
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ψαρεύω | ψάρευα | θα ψαρεύω | να ψαρεύω | ψαρεύοντας | |
β' ενικ. | ψαρεύεις | ψάρευες | θα ψαρεύεις | να ψαρεύεις | ψάρευε | |
γ' ενικ. | ψαρεύει | ψάρευε | θα ψαρεύει | να ψαρεύει | ||
α' πληθ. | ψαρεύουμε | ψαρεύαμε | θα ψαρεύουμε | να ψαρεύουμε | ||
β' πληθ. | ψαρεύετε | ψαρεύατε | θα ψαρεύετε | να ψαρεύετε | ψαρεύετε | |
γ' πληθ. | ψαρεύουν(ε) | ψάρευαν ψαρεύαν(ε) |
θα ψαρεύουν(ε) | να ψαρεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ψάρεψα | θα ψαρέψω | να ψαρέψω | ψαρέψει | ||
β' ενικ. | ψάρεψες | θα ψαρέψεις | να ψαρέψεις | ψάρεψε | ||
γ' ενικ. | ψάρεψε | θα ψαρέψει | να ψαρέψει | |||
α' πληθ. | ψαρέψαμε | θα ψαρέψουμε | να ψαρέψουμε | |||
β' πληθ. | ψαρέψατε | θα ψαρέψετε | να ψαρέψετε | ψαρέψτε | ||
γ' πληθ. | ψάρεψαν ψαρέψαν(ε) |
θα ψαρέψουν(ε) | να ψαρέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ψαρέψει | είχα ψαρέψει | θα έχω ψαρέψει | να έχω ψαρέψει | ||
β' ενικ. | έχεις ψαρέψει | είχες ψαρέψει | θα έχεις ψαρέψει | να έχεις ψαρέψει | ||
γ' ενικ. | έχει ψαρέψει | είχε ψαρέψει | θα έχει ψαρέψει | να έχει ψαρέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ψαρέψει | είχαμε ψαρέψει | θα έχουμε ψαρέψει | να έχουμε ψαρέψει | ||
β' πληθ. | έχετε ψαρέψει | είχατε ψαρέψει | θα έχετε ψαρέψει | να έχετε ψαρέψει | ||
γ' πληθ. | έχουν ψαρέψει | είχαν ψαρέψει | θα έχουν ψαρέψει | να έχουν ψαρέψει |
|
Μεταφράσεις
ψαρεύω
αγγλικά : fish (en)
γαλλικά : pêcher (fr), cuisiner (fr)
γερμανικά : fischen (de), angeln (de) (1); ausfragen (de) (2)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License