ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ψαλιδώνω

Ελληνικά
Ετυμολογία

ψαλιδώνω < ψαλίδα

Ρήμα

ψαλιδώνω

σχηματίζω αψίδα
τραυματίζω κάποιον με ψαλίδι


Κλίση
Ενεργητική φωνή
[

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ψαλιδώνω ψαλίδωνα θα ψαλιδώνω να ψαλιδώνω ψαλιδώνοντας
β' ενικ. ψαλιδώνεις ψαλίδωνες θα ψαλιδώνεις να ψαλιδώνεις ψαλίδωνε
γ' ενικ. ψαλιδώνει ψαλίδωνε θα ψαλιδώνει να ψαλιδώνει
α' πληθ. ψαλιδώνουμε ψαλιδώναμε θα ψαλιδώνουμε να ψαλιδώνουμε
β' πληθ. ψαλιδώνετε ψαλιδώνατε θα ψαλιδώνετε να ψαλιδώνετε ψαλιδώνετε
γ' πληθ. ψαλιδώνουν(ε) ψαλίδωναν
ψαλιδώναν(ε)
θα ψαλιδώνουν(ε) να ψαλιδώνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ψαλίδωσα θα ψαλιδώσω να ψαλιδώσω ψαλιδώσει
β' ενικ. ψαλίδωσες θα ψαλιδώσεις να ψαλιδώσεις ψαλίδωσε
γ' ενικ. ψαλίδωσε θα ψαλιδώσει να ψαλιδώσει
α' πληθ. ψαλιδώσαμε θα ψαλιδώσουμε να ψαλιδώσουμε
β' πληθ. ψαλιδώσατε θα ψαλιδώσετε να ψαλιδώσετε ψαλιδώστε
γ' πληθ. ψαλίδωσαν
ψαλιδώσαν(ε)
θα ψαλιδώσουν(ε) να ψαλιδώσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ψαλιδώσει είχα ψαλιδώσει θα έχω ψαλιδώσει να έχω ψαλιδώσει
β' ενικ. έχεις ψαλιδώσει είχες ψαλιδώσει θα έχεις ψαλιδώσει να έχεις ψαλιδώσει
γ' ενικ. έχει ψαλιδώσει είχε ψαλιδώσει θα έχει ψαλιδώσει να έχει ψαλιδώσει
α' πληθ. έχουμε ψαλιδώσει είχαμε ψαλιδώσει θα έχουμε ψαλιδώσει να έχουμε ψαλιδώσει
β' πληθ. έχετε ψαλιδώσει είχατε ψαλιδώσει θα έχετε ψαλιδώσει να έχετε ψαλιδώσει
γ' πληθ. έχουν ψαλιδώσει είχαν ψαλιδώσει θα έχουν ψαλιδώσει να έχουν ψαλιδώσει



Μεταφράσεις
ψαλιδώνω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License