.
Η λέξη πρύμα ή πρίμα είναι επίρρημα της ελληνικής δημοτικής και σημαίνει "από την πρύμνη ή "προς τη πρύμνη".
Συνηθέστερες ελληνικές εκφράσεις με τη λέξη πρύμα είναι
* αρμενίζω πρύμα: που σημαίνει ουριοδρομώ, κινούμαι με τον άνεμο από πίσω.
* του δίνω στα πρύμα: που σημαίνει παραδίδομαι στον άνεμο.
* πλώρα-πρύμα (fore and aft): σημαίνει κατά μήκος ή κατά το διάμηκες του πλοίου.
* πέφτω πρύμα-πλώρα: σημαίνει πλαγιοδετώ, δένω σε προβλήτα με την πλευρά ή παραβάλω σε άλλο πλοίο.
* ανάπρυμα: προσεγγίζω διατηρώντας τη πρύμνη προς τον καιρό. Αυτό γίνεται συνήθως σε προσεγγίσεις εκτός λιμένων, σκαφών, ναύδετων ή φάρων υπό πνέοντα άνεμο με υφιστάμενο κυματισμό.
* Και τέλος μεταφορικά ως ευόδωση: "οι δουλειές πάνε πρύμα" δηλαδή πολύ καλά, κατ΄ ευχή.
Χαρακτηριστική και η παροιμία: "Ώρα καλή στη πρύμη σου κι αέρα στα πανιά σου" που λέγεται όμως και σκωπτικά σε περιπτώσεις δήλωσης αποχώρησης κάποιου που για τους άλλους είναι (μένει) αδιάφορη.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License