πωλητής
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πωλητής | οι | πωλητές |
γενική | του | πωλητή | των | πωλητών |
αιτιατική | τον | πωλητή | τους | πωλητές |
κλητική | πωλητή | πωλητές | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
πωλητής < αρχαία ελληνική πωλητής < πωλέω -ῶ
Ουσιαστικό
πωλητής αρσενικό
που πουλάει κάτι, π.χ.
ο ιδιοκτήτης ενός περιουσιακού στοιχείου (ακίνητο, αυτοκίνητο) που το μεταβιβάζει έναντι χρημάτων σε άλλον
ο υπάλληλος ενός εμπορικού καταστήματος
ο πλασιέ
Δείτε επίσης
πωλήτρια
Μεταφράσεις
πωλητής
αγγλικά : vendor (en) (1), seller (en) (2), salesman (en) (2, 3)
γαλλικά : vendeur (fr)
γερμανικά : Verkäufer (de)
ολλανδικά : verkoper (nl)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
πωλητής < πωλέω-ῶ
Ουσιαστικό
πωλητής αρσενικό
εκείνος που πουλά κάτι
ειδικά στην Αθήνα, ήταν ένας από τους δέκα άρχοντες που είχαν αρμοδιότητα στους φόρους και στην πώληση των περιουσιών που είχαν δημευθεί
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License