πτύσσω
Αρχαία ελληνικά
Ετυμολογία
πτύσσω < αβέβαιης ετυμολογίας πιθανόν συγγενές με τη ρίζα του πιέζω
Ρήμα
πτύσσω
διπλώνω κάτι, μαζεύω, ζαρώνω
Συγγενικές λέξεις
πτυχή
πτυσσόμενος
πτύγμα
πτυκτός
πτύξ
πτύξις
πτύχιον
πτύχιος
πτυχίς
πτυχώδης
Σύνθετα
ἀναπτύσσω
συμπτύσσω
ἀμφιπτύσσομαι
ἀποπτύσσω
δεκάπτυχος
διαπτύσσω
δίπτυχος
ἐκπτύσσω
ἑξάπτυχος
ἐπιπτύσσω
μονόπτυχος
περιπτύσσω
πολύπτυχος
προσπτύσσω
τετράπτυχος
τρίπτυχος
ὑποπτύσσω
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License