ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


πτωχαίνω

Ελληνικά
Ετυμολογία

πτωχαίνω < →

Ρήμα

πτωχαίνω


Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. πτωχαίνω πτώχαινα θα πτωχαίνω να πτωχαίνω πτωχαίνοντας
β' ενικ. πτωχαίνεις πτώχαινες θα πτωχαίνεις να πτωχαίνεις πτώχαινε
γ' ενικ. πτωχαίνει πτώχαινε θα πτωχαίνει να πτωχαίνει
α' πληθ. πτωχαίνουμε πτωχαίναμε θα πτωχαίνουμε να πτωχαίνουμε
β' πληθ. πτωχαίνετε πτωχαίνατε θα πτωχαίνετε να πτωχαίνετε πτωχαίνετε
γ' πληθ. πτωχαίνουν(ε) πτώχαιναν
πτωχαίναν(ε)
θα πτωχαίνουν(ε) να πτωχαίνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. πτώχυνα θα πτωχύνω να πτωχύνω πτωχύνει
β' ενικ. πτώχυνες θα πτωχύνεις να πτωχύνεις πτώχυνε
γ' ενικ. πτώχυνε θα πτωχύνει να πτωχύνει
α' πληθ. πτωχύναμε θα πτωχύνουμε να πτωχύνουμε
β' πληθ. πτωχύνατε θα πτωχύνετε να πτωχύνετε πτωχύνετε
γ' πληθ. πτώχυναν
πτωχύναν(ε)
θα πτωχύνουν(ε) να πτωχύνουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω πτωχύνει είχα πτωχύνει θα έχω πτωχύνει να έχω πτωχύνει
β' ενικ. έχεις πτωχύνει είχες πτωχύνει θα έχεις πτωχύνει να έχεις πτωχύνει
γ' ενικ. έχει πτωχύνει είχε πτωχύνει θα έχει πτωχύνει να έχει πτωχύνει
α' πληθ. έχουμε πτωχύνει είχαμε πτωχύνει θα έχουμε πτωχύνει να έχουμε πτωχύνει
β' πληθ. έχετε πτωχύνει είχατε πτωχύνει θα έχετε πτωχύνει να έχετε πτωχύνει
γ' πληθ. έχουν πτωχύνει είχαν πτωχύνει θα έχουν πτωχύνει να έχουν πτωχύνει



Μεταφράσεις
πτωχαίνω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License

 HellenicaWorld News