πόθος
Ελληνικά
↓ πτώσεις ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο πόθος οι πόθοι
γενική του πόθου των πόθων
αιτιατική τον πόθο τους πόθους
κλητική πόθε πόθοι
Παράρτημα
Ετυμολογία
πόθος < αρχαία ελληνική πόθος
Προφορά
ΔΦΑ : /ˈpɔ.θɔs/
Ουσιαστικό
πόθος αρσενικό
→
Μεταφράσεις
πόθος
γαλλικά : désir (fr)
παλαιά γαλλικά : desirrier
τουρκικά : dilek (tr), arzu (tr), istek (tr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License