ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


πωματίζω

Ελληνικά

Ετυμολογία

πωματίζω < ελληνιστική κοινή πωματίζω < αρχαία ελληνική πῶμα

Ρήμα

πωματίζω

κλείνω κάτι με πώμα, τοποθετώ πώμα

Αντώνυμα

αποπωματίζω
εκπωματίζω

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. πωματίζω πωμάτιζα θα πωματίζω να πωματίζω πωματίζοντας
β' ενικ. πωματίζεις πωμάτιζες θα πωματίζεις να πωματίζεις πωμάτιζε
γ' ενικ. πωματίζει πωμάτιζε θα πωματίζει να πωματίζει
α' πληθ. πωματίζουμε πωματίζαμε θα πωματίζουμε να πωματίζουμε
β' πληθ. πωματίζετε πωματίζατε θα πωματίζετε να πωματίζετε πωματίζετε
γ' πληθ. πωματίζουν(ε) πωμάτιζαν
πωματίζαν(ε)
θα πωματίζουν(ε) να πωματίζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. πωμάτισα θα πωματίσω να πωματίσω πωματίσει
β' ενικ. πωμάτισες θα πωματίσεις να πωματίσεις πωμάτισε
γ' ενικ. πωμάτισε θα πωματίσει να πωματίσει
α' πληθ. πωματίσαμε θα πωματίσουμε να πωματίσουμε
β' πληθ. πωματίσατε θα πωματίσετε να πωματίσετε πωματίστε
γ' πληθ. πωμάτισαν
πωματίσαν(ε)
θα πωματίσουν(ε) να πωματίσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω πωματίσει είχα πωματίσει θα έχω πωματίσει να έχω πωματίσει
β' ενικ. έχεις πωματίσει είχες πωματίσει θα έχεις πωματίσει να έχεις πωματίσει
γ' ενικ. έχει πωματίσει είχε πωματίσει θα έχει πωματίσει να έχει πωματίσει
α' πληθ. έχουμε πωματίσει είχαμε πωματίσει θα έχουμε πωματίσει να έχουμε πωματίσει
β' πληθ. έχετε πωματίσει είχατε πωματίσει θα έχετε πωματίσει να έχετε πωματίσει
γ' πληθ. έχουν πωματίσει είχαν πωματίσει θα έχουν πωματίσει να έχουν πωματίσει



Μεταφράσεις
πωματίζω

αγγλικά : cap (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License