πολλαπλασιαστής
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πολλαπλασιαστής | οι | πολλαπλασιαστές |
γενική | του | πολλαπλασιαστή | των | πολλαπλασιαστών |
αιτιατική | τον | πολλαπλασιαστή | τους | πολλαπλασιαστές |
κλητική | πολλαπλασιαστή | πολλαπλασιαστές | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
πολλαπλασιαστής < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική multiplicateur < ρήμα multiplier < πολλαπλασιάζω
Ουσιαστικό
πολλαπλασιαστής αρσενικό
ο αριθμός που πολλαπλασιάζει κάποιον άλλον· σε έναν πολλαπλασιασμό, ο πρώτος αριθμός που ονομάζουμε
στον πολλαπλασιαμό 4 x 5 = 5 + 5 + 5 +5, το 4 είναι ο πολλαπλασιαστής φανερώνει το πλήθος των όρων του ανωτέρου αθροίσματος 5 + 5 + 5 + 5
≠ αντώνυμα: ο πολλαπλασιαστέος δεν είναι το (αντων) του πολλαπλασιαστή, αλλά ο δεύτερος αριθμός του πολλαπλασισμού 4 x 5 δηλαδή το 5
μηχανισμός που αυξάνει το έργο μιας συσκευής
πηνίο που αυξάνει την τάση ενός ρεύματος
το πρόσωπο που έχει επιμορφωθεί σε ένα θέμα και στη συνέχεια, ενδεχομένως, να λειτουργήσει ως επιμορφωτής άλλων προσώπων
Συγγενικές λέξεις
πολλαπλάσια
πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιασμός
πολλαπλασιαστέος
πολλαπλασιαστικός
πολλαπλάσιο
πολλαπλάσιος
πολλαπλός
πολλαπλότητα
πολλαπλώς
Μεταφράσεις
πολλαπλασιαστής
αγγλικά : ignition coil (en)
γαλλικά : multiplicateur (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License