ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


πολίτης

Ελληνικά
↓ πτώσεις ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο πολίτης οι πολίτες
γενική του πολίτη των πολιτών
αιτιατική τον πολίτη τους πολίτες
κλητική πολίτη πολίτες
Παράρτημα
Ετυμολογία

πολίτης < αρχαία ελληνική πολίτης

Προφορά

ΔΦΑ : /pɔ.ˈli.tis/

Ουσιαστικό

πολίτης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό: πολίτισσα· λόγιο θηλυκό: πολίτις)

αυτός που έχει την υπηκοότητα μιας χώρας, που έχει πολιτικά δικαιώματα
αυτός που δεν είναι στρατιωτικός και ως άοπλος θεωρείται άμαχος ή συχνά και εκείνος που δεν είναι κληρικός
η λέξη στην καθημερινή γλώσσα χρησιμοποιείται ως ιδιότητα σε αντιδιαστολή προς του «άρχοντα» ή εκείνου που διαθέτει κάποια μορφή εξουσίας

είναι απλός πολίτης (φράση που υποδηλώνει ότι όποιος έχει εξουσία έχει στην πράξη περισσότερα δικαιώματα και είναι ανώτερος από τον πολίτη)

Μεταφράσεις
πολίτης


Αρχαία ελληνικά

Πτώση
Ενικός
Δυϊκός
Πληθυντικός
Ονομαστική πολίτης πολίτα πολῖται
Γενική πολίτου πολίταιν πολιτῶν
Δοτική πολίτῃ πολίταιν πολίταις
Αιτιατική πολίτην πολίτα πολίτας
Κλητική πολῖτα πολίτα πολῖται

Ετυμολογία

πολίτης < πόλις + -της

Ουσιαστικό

πολίτης αρσενικό

ο μόνιμος κάτοικος της πόλεως-κράτους που έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα
(κατ' επέκταση) συμπολίτης

Άλλες μορφές

ιωνικός τύπος: πολιήτης

Επίθετο

πολίτης αρσενικό

που ανήκει σε κάποια πόλη (ή πόλις-κράτος) ή συνδέεται μ’ αυτή

≈ συνώνυμα: πολιοῦχος

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License