πωγωνοφόρος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | πωγωνοφόρος | πωγωνοφόρα | πωγωνοφόρο |
γενική | πωγωνοφόρου | πωγωνοφόρας | πωγωνοφόρου |
αιτιατική | πωγωνοφόρο | πωγωνοφόρα | πωγωνοφόρο |
κλητική | πωγωνοφόρε | πωγωνοφόρα | πωγωνοφόρο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | πωγωνοφόροι | πωγωνοφόρες | πωγωνοφόρα |
γενική | πωγωνοφόρων | πωγωνοφόρων | πωγωνοφόρων |
αιτιατική | πωγωνοφόρους | πωγωνοφόρες | πωγωνοφόρα |
κλητική | πωγωνοφόροι | πωγωνοφόρες | πωγωνοφόρα |
Ετυμολογία
πωγωνοφόρος < ελληνιστική κοινή πωγωνοφόρος < αρχαία ελληνική πώγων + φέρω
Επίθετο
πωγωνοφόρος, -α, -ο
(λόγιο) γενειοφόρος
(ζωολογία) (ουσιαστικοποιημένο) πωγωνοφόρα: είδος θαλάσσιων ασπόνδυλων οργανισμών
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τις λέξεις πώγων και φέρω
Μεταφράσεις
πωγωνοφόρος
→ δείτε τη λέξη γενειοφόρος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License