πηγαίνω
Ελληνικά
Ετυμολογία
πηγαίνω < μεσαιωνική ελληνική πηγαίνω και ὑπαγαίνω < αρχαία ελληνική ὑπάγω
Ρήμα
πηγαίνω
κινούμαι από ένα σημείο προς ένα άλλο σημείο, μεταβαίνω
πηγαίνω στην Αθήνα
πρόκειται ή επιθυμώ να φύγω από το μέρος όπου βρίσκομαι
είναι ώρα να πηγαίνουμε
πρόκειται ή επιθυμώ να ξεκινήσω μια ενέργεια ή δραστηριότητα
πηγαίνω για φαγητό, πηγαίνω για μπάνιο, πηγαίνω για ύπνο κ.λπ
θα πάω μετά να τους μιλήσω
παρακολουθώ σε τακτική βάση μαθήματα, φοιτώ
πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στην τρίτη τάξη, πηγαίνω αγγλικά
ταιριάζω
αυτό το ρούχο σου πηγαίνει
το κόκκινο κρασί δεν πάει με τα θαλασσινά
Ταυτόσημο
παγαίνω
πάγω
πάω
Εκφράσεις
μου πήγε τριανταμία, πήγε η ψυχή μου στην Κούλουρη → βλέπε έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
Συγγενικές λέξεις
πηγεμός (πηγαιμός)
Σύνθετα
πηγαινέλα
πηγαινοέρχομαι, πηγαινόρχομαι
Κλίση
|
|||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
απαρέμφατο (αόριστος) |
|
||||||
μετοχή (ενεστώτας) |
|
||||||
|
|||||||
πρόσωπο | ενικός | πληθυντικός | |||||
πρώτο | δεύτερο | τρίτο | πρώτο | δεύτερο | τρίτο | ||
οριστική | εγώ | εσύ | αυτός | εμείς | εσείς | αυτοί | |
μονολεκτικοί χρόνοι |
ενεστώτας | πηγαίνω πάω |
πηγαίνεις πας |
πηγαίνει πάει |
πηγαίνο(υ)με πάμε |
πηγαίνετε πάτε |
πηγαίνουν(ε) πάν(ε) |
παρατατικός | πήγαινα | πήγαινες | πήγαινε | πηγαίναμε | πηγαίνατε | πήγαιναν | |
αόριστος | πήγα | πήγες | πήγε | πήγαμε | πήγατε | πήγαν(ε} | |
περιφραστικοί χρόνοι |
|||||||
εξακολουθητικός μέλλοντας |
θα πηγαίνω | θα πηγαίνεις | θα πηγαίνει | θα πηγαίνο(υ)με | θα πηγαίνετε | θα πηγαίνουν(ε) | |
στιγμιαίος μέλλοντας |
θα πάω | θα πας | θα πάει | θα πάμε | θα πάτε | θα πάν(ε) | |
παρακείμενος α' | έχω πάει | έχεις πάει | έχει πάει | έχο(υ)με πάει | έχετε πάει | έχουν(ε) πάει | |
υπερσυντέλικος α' | είχα πάει | είχες πάει | είχε πάει | είχαμε πάει | είχατε πάει | είχαν(ε) πάει | |
συντελεσμένος μέλλοντας α' |
θα έχω πάει | θα έχεις πάει | θα έχει πάει | θα έχο(υ)με πάει | θα έχετε πάει | θα έχουν(ε) πάει | |
υποτακτική | εγώ | εσύ | αυτός | εμείς | εσείς | αυτοί | |
περιφραστικοί χρόνοι |
ενεστώτας | να πηγαίνω να πάω |
να πηγαίνεις να πας |
να πηγαίνει να πάει |
να πηγαίνο(υ)με να πάμε |
να πηγαίνετε να πάτε |
να πηγαίνουν(ε) να πάν(ε) |
αόριστος | να πάω | να πας | να πάει | να πάμε | να πάτε | να πάν(ε) | |
παρακείμενος α' | να έχω πάει | να έχεις πάει | να έχει πάει | να έχο(υ)με πάει | να έχετε πάει | να έχουν(ε) πάει | |
προστακτική | - | (εσύ) | - | - | (εσείς) | - | |
μονολεκτικοί χρόνοι |
ενεστώτας | πήγαινε | πηγαίνετε | ||||
αόριστος | (πάνε) | πάτε |
Μεταφράσεις
πηγαίνω
αγγλικά : go (en) (1), be off to (en), ride (en), travel (en), drive (en)
αγγλοσαξονικά : feran (ang), gan (ang), gangan (ang)
αμπχαζικά : ацара
αντιγκεϊκά : кӀон
αρχαία εβραϊκά : הלך
αφρικάανς : ry (af), gaan (af), begeef hom (af), begewe hom (af)
γαλλικά : aller (fr)
γερμανικά : gehen (de), fahren (de), sich befinden (de)
γκουτζαράτι : જવું (gu)
δανικά : fare (da), køre (da), gå (da)
εσπεράντο : veturi (eo), iri (eo), farti (eo)
ζουλού : -hamba (zu), -ya (zu)
ιαπωνικά : 行く (ja) (1)
ισπανικά : ir (es) (1-3), encontrarse (es)
ιταλικά : camminare (it), andare (it)
καταλανικά : anar (ca), circular (ca), viatjar (ca), trobar-se (ca)
κάτω σαξονικά : gahn (nds), fohren (nds), föhren (nds)
κινιαρουάντα : genda (rw) (kugenda)
κροατικά : ići (hr)
λατινικά : vehere (la), ire (la), vadere (la)
λινγκάλα : kokɛndɛ (ln)
μάγια του Γιουκατάν : bin, ximbal
μαλαϊκά : pergi (ms)
μπαμπάρα : taa, taga
νορβηγικά : kjøre (no), gå (no)
ντογκόν : ya
ολλανδικά : gaan (nl), karren (nl), rijden (nl), varen (nl), lopen (nl)
ουαλικά : mynd (cy)
οξιτανικά : anar (oc)
ουγγρικά : utazik (hu), megy (hu), elmegy (hu), érez (hu)
παπιαμέντο : bai
πολωνικά : jechać (pl), iść (pl), pojechać (pl), czuć się (pl), pasować (pl) (5)
πορτογαλικά : ir (pt), andar (pt), viajar (pt), rodar (pt), caminhar (pt)
ρουμανικά : merge (ro), se duce (ro)
ρωσικά : идти (ru) (idtí), пойти (ru), ехать (ru), поехать (ru), ѣхать (ru)
σκοτικά γαελικά : rach (gd)
σουηδικά : gå (sv), fara (sv), åka (sv)
σράναν : go
τουρκικά : gitmek (tr)
τσεχικά : jít (cs)
φεροϊκά : ganga (fo), fara (fo), hava tað (fo), kenna seg (fo), vita við (fo)
φιλιππινέζικα : pumaroón (tl), pumuntá (tl)
φινλανδικά : ajaa (fi), mennä (fi), voida (fi)
φριζικά : gean (fy)
χίντι : जाना (hi)
ταιριάζω ενδυματολογικά
αγγλικά : sit well on (en) (someone)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License