ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


παρών

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική παρών παρούσα παρόν
γενική παρόντος παρούσας
παρούσης
παρόντος
αιτιατική παρόντα παρούσα παρόν
κλητική παρών παρούσα παρόν
πτώση πληθυντικός
ονομαστική παρόντες παρούσες παρόντα
γενική παρόντων παρουσών παρόντων
αιτιατική παρόντες παρούσες παρόντα
κλητική παρόντες παρούσες παρόντα

Ετυμολογία

παρών < αρχαία ελληνική παρών, μετοχή ενεστώτα του πάρειμι

Επίθετο

παρών, -ούσα, -όν

που παρευρίσκεται σε κάποιο σημείο ή σε κάποια συνάθροιση
που συμβαίνει στο παρόν
για τον οποίο συζητούμε τώρα

Αντώνυμα

απών

Συγγενικές λέξεις

παρόν
παρουσία

Μεταφράσεις
παρών

αγγλικά : present (en)
γαλλικά : présent (fr) /présente

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License