Η βιβλιογραφία και η εικονογραφία η σχετική με την πανδούρα είναι πολύ φτωχή και οι πληροφορίες ελάχιστες. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι τα λαουτοειδή στον ελλαδικό χώρο δεν ήταν καθόλου διαδεδομένα και ακόμη περισσότερο θεωρούνταν όργανα εντελώς λαϊκά και περιθωριοποιημένα. Το φαινόμενο του παραγκωνισμού κάποιων οργάνων δεν είναι καινούργιο. Κάθε φορά που νέες τάσεις και τεχνοτροπίες έρχονται στο φως συναντούν την έντονη κριτική και μη αποδοχή των σκεπτικιστών που έχουν συνηθίσει να κινούνται μέσα σε ένα συντηρητικό περιβάλλον. Όντως η πανδούρα παρουσίαζε τέτοιους νεωτερισμούς ώστε να αφοριστεί μονομιάς από τους ακαδημαϊκούς κύκλους. Χάριν του δαχτυλοθέσιού της, λόγω του βραχίονα, προσέφερε μεγάλες δυνατότητες στον εκτελεστή για φωνητικά και οργανικά περάσματα που συνόδευαν μεμονωμένους φθόγγους ή που συνέδεαν φθόγγους έτσι ώστε να δημιουργηθούν μελίσματα και λεγκάτα, μία τεχνοτροπία που ήταν τεχνικά αδύνατο να εφαρμοστεί σε χορδόφωνα όπως η λύρα στην οποία γινόταν χρήση μίας χορδής για κάθε φθόγγο. Τα μελίσματα αυτά παραβαίνουν, με σκανδαλώδη τρόπο, τους αυστηρούς κανόνες της κλασσικής παιδείας με αποτέλεσμα οι εραστές της πανδουρίδας να περιθωριοποιούνται τόσο σε μουσικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Ο μελισματικός όμως χαρακτήρας του οργάνου, που συχνά κρατούσαν στα χέρια τους εταίρες σε γιορτές και οινοποσίες, βοηθούσε την ηδονιστική και λάγνα τέρψη που κι αυτή βεβαίως υπέρβαινε τους στερεούς κανόνες της ηθικής. Ένα τέτοιο άτομο, πολύ επιρρεπές σε αυτά τα παραβατικά στάδια, ήταν ο Φίλιππος ο Μακεδόνας, ο πατέρας του Αλέξανδρου. Ο Φίλιππος διασκέδαζε υπό τους ήχους της πανδούρας, μέθαγε και γλεντοκοπούσε γι αυτό και θεωρούνταν κατάπτυστος από τους Αθηναίους ρήτορες και πολιτικούς του αντιπάλους.
Μόνο κατά τους ελληνιστικούς χρόνους το όργανο θα αυξήσει τη δημοτικότητά του, κι αυτό λόγω της στενότερης επαφής των Ελλήνων με τους ανατολίτες, ύστερα από τις κατακτήσεις του Αλεξάνδρου, αφού γινόταν ευρεία χρήση στην Εγγύς Ανατολή, όπως γνωρίζουμε από την αντίστοιχη σουμερική, ασσυριακή και αιγυπτιακή βιβλιογραφία. Η πανδούρα θα απορροφηθεί από την κοινωνία της αρχ. Ρώμης και θα μετονομασθεί σε pandura κρατώντας όμως τον περιθωριακό και χυδαίο χαρακτήρα της σαν όργανο της πλέμπας και της ταβέρνας και φαίνεται πως έγινε το όργανο που προτιμούσαν οι επαγγελματίες λαϊκοί μουσικοί.
Μία σημαντική μαρτυρία για τη χρήση της πανδουρίδας κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έρχεται από την αρχαία Αφροδισιάδα[4]. Σε τοιχογραφία του αρχαίου ναού βρίσκουμε την εγχάρακτη επιγραφή: «ὑπὲρ εὐχῆς Ἀστερίου πανδούρου» (εικ.1) που χρονολογείται προς το τέλος του 5ου αι. της χρονολογίας μας.
Η αρχαιολόγος της ύστερης αρχαιότητας Charlotte Roueché[5], δίνει τη δική της ερμηνεία για την εν λόγω επιγραφή: η επιγραφή χρονολογείται κατά τα τέλη του 5ου και αρχές του 6ου αι. της χρονολογίας μας και δεν πρέπει να είχε κοπεί πριν ο ναός μετατραπεί σε χριστιανική βασιλική. Ο Αστέριος αναφέρει το επάγγελμά του ως πανδουριστής. Το επάγγελμα των πανδουριστών αναφέρεται, μεταξύ άλλων, μαζί με διάφορα περιστατικά που συνδέονται με το βίο τους, στο βιβλίο της Κωνσταντίνας Π. Μέντζου “Συμβολαί εις την μελέτην του οικονομικού και κοινωνικού βίου της πρωίμου Βυζαντινής περιόδου (Η προσφορά των εκ της Μ. Ασίας και Συρίας επιγραφών και αγιολογικών κειμένων)”, Αθήναι 1975. Το κεφάλαιο Γ’ αναφέρεται στους καλλιτέχνες και μουσικούς (πανδουριστές, αυλητές, μίμους, χωροβάτες, γλύπτες, κ.λπ.). Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό σχετίζεται με τον βίο του Αγίου Θεοδούλου του Στυλίτη, που έζησε στα χρόνια της βασιλείας του Μεγάλου Θεοδοσίου. Στο περιστατικό αναφέρεται ότι όταν ο Θεός θέλησε να δοκιμάσει τον Θεόδουλο του είπε πως θα κληρονομήσει το βασίλειο με τον Κορνήλιο τον πάνδουρο από τη Δαμασκό. Ο Άγιος τρομοκρατήθηκε μόνο με την ιδέα ότι ο Κορνήλιος ήταν καλλιτέχνης. Η φρίκη του Αγίου θα κορυφωθεί όταν στον ιππόδρομο θα συναντήσει τον Κορνήλιο να κρατά με το ένα χέρι την πανδούρα και με το άλλο να αγκαλιάζει μία πόρνη.
Εκτός από την επιγραφή που αναφέρεται στον Αστέριο, υπάρχουν δύο χριστιανικοί επιτάφιοι πανδουριστών. Ο πρώτος από τη Σελεύκεια της Κιλικίας και ο δεύτερος από πανδουριστές της αρχαία Γεράσας της Ιορδανίας. Από τους επιτάφιους αυτούς συμπεραίνουμε ότι οι πανδουριστές της εποχής αυτής δε θεωρούνται και τόσο κατάπτυστοι σαν τους συνάδελφούς τους της κλασσικής Ελλάδας, ούτε τόσο ασυμβίβαστοι με τη χριστιανική κοινωνία της εποχής του Θεοδούλου. Δε θα ήταν παρακινδυνευμένο να υποθέσουμε ότι οι πάνδουροι επαγγελματίες συνέβαλαν στην παροχή μουσικών υπηρεσιών στις εκκλησιαστικές λειτουργίες. Υπήρχαν σημαντικές πολεμικές, κατά τη διάρκεια της πρώιμης βυζαντινής περιόδου, σχετικά με τη χρήση ή μη οργάνων στην εκκλησιαστική λειτουργία. Αυτό δεν θα απέκλειε το γεγονός ότι ο Αστέριος και οι άλλοι πανδουριστές, στις επιγραφές τους, αυτοχαρακτηρίζονταν όσον αφορά τα εκκλησιαστικά μουσικά τους καθήκοντα και όχι την άσωτη ζωή της ταβέρνας και του θεάματος. Η άποψη αυτή πάντως παραμένει ακόμα υποθετική.
ΠΗΓΕς
Τα θέματα που πρέπει να εξετασθούν διεξοδικότερα είναι αυτό της ετυμολογίας του ονόματος και της περιόδου εισαγωγής στην Ελλάδα. Παραμένει ανοιχτό το πρόβλημα του αν θα πρέπει να δώσουμε δύο διαφορετικά ονόματα στα δύο διαφορετικά είδη πανδουρίδας που συναντάμε στον ελληνορωμαϊκό χώρο ή μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε με ένα κοινό όνομα. Μέχρι στιγμής είναι κοινώς αποδεχτό το όνομα πανδούρα, πανδουρίδα και τρίχορδο ενώ το όνομα, πάνδουρος ή πανδουριστής δηλώνει την ιδιότητα του εκτελεστή και πανδουρίζω το ρήμα που δηλώνει την ενέργεια. Το όνομα πανδούριον, κατά τον Ησύχιο, δηλώνει υποκοριστικό της πανδούρας και είναι μάλλον όργανο διαφορετικό αφού παιζόταν χωρίς πλήκτρο. Το ίδιο μας λέει και ο Φώτιος στο λεξικό του (427, 26) επισημαίνοντας τη λυδική καταγωγή του[6].
Υπάρχουν συνολικά τρία εδάφια που πιστοποιούν την ύπαρξη του οργάνου.
Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης[7],[8] αναφέρει πως ο Ευφόριος, όπως και ο Πρωταγορίδης, μιλούν για τον επονομαζόμενο πάνδουρο. Κατά τον Πυθαγόρα, η πανδούρα κατασκευαζόταν από τους τρωγλοδύτες της Ερυθράς Θάλασσας, από λευκή δάφνη που φυτρώνει κοντά στη θάλασσα[9].
Ο Ιούλιος Πολυδεύκης (Julii Pollux), στο “Ονομαστκόν” του αναφέρει: «μονόχορδον δὲ Ἀράβων τὸ εὕρημα. τρίχορδον δὲ, ὅπερ Ἀσσύριοι πανδοῦραν ὠνόμαζον ἐκείνων δὲ ἦν καὶ τὸ εὕρημα». Υποθέτουμε ότι τόσο η πανδούρα όσο και το τρίχορδο ανήκουν στην οικογένεια του λαούτου. Για τους Έλληνες το μονόχορδο είναι γνώριμη υπόθεση, είναι ο λεγόμενος κανών η χρήση του οποίου είχε ερευνητικό χαρακτήρα σχετικά με τις αναλογίες διαστημάτων. Οι αναλογίες αυτές επιτυγχάνονταν με τη βοήθεια των κινητών γεφυρών που τοποθετούνταν κάτω από την μία και μοναδική χορδή του οργάνου. Η απόδοση των ήχων πραγματοποιούνται με τη βοήθεια πλήκτρου. Έτσι λοιπόν δε θα ήμασταν εκτός θέματος αν λέγαμε ότι και το μονόχορδο είναι ένα είδος «πειραματικού» λαούτου[10].
Ο Νικόμαχος στο “Εγχειρίδιό” του γράφει ότι το μονόχορδο ονομαζόταν και φάνδουρος: «μέσα δ’ αὐτῶν[11] καὶ οἷον κοινὰ καὶ ὁμοιοπαθῆ τά τε μονόχορδα φαίνεσθαι, ἃ δὴ καὶ φανδούρους καλοῦσιν οἱ πολλοί, κανόνας δ’ οἱ Πυθαγορικοί[12]».
Μία δευτερευούσης σημασίας πληροφορία σχετικά με την ύπαρξη του οργάνου (αν και κατά πολύ μεταγενέστερη) είναι αυτή του Ισιδώρου από τη Σεβίλλη[13] (6ος αι. Κ.Χ.) ο οποίος συγχέει τον όρο pandorus με τη σύριγγα ή το φλάουτο του Πάνα.
Παρότι οι πληροφορίες μας για τα λαουτοειδή στον ελλαδικό χώρο είναι πολύ περιορισμένες δεν χωράει αμφιβολία για τον εξωτικό χαρακτήρα του οργάνου.
Ο Έλληνας κατασκευαστής μουσικών οργάνων Νίκος Φρονιμόπουλος υποστηρίζει, συμβουλευόμενος το “Λεξικόν της αρχαίας ελληνικής γλώσσης” του Ιωάννη Σταματάκου, ότι η λέξη πανδούρα είναι ελληνική σύνθετη και προέρχεται από το δόρυ (=στέλεχος ή κορμός δένδρου αλλά μόνο εφ’ όσον το δένδρο είναι κεκομμένον) και από το παν. Δηλαδή κατά τον Φρονιμόπουλο παν+δούρα (=πανδούρα) σημαίνει «όλο (φτιαγμένο) από ξύλο». Η άποψη αυτή είναι το λιγότερο ανιστόρητη, αφού το όργανο είναι εισαγόμενο από την Εγγύς Ανατολή, και γνωρίζουμε από τη σουμερική φιλολογία ότι η λέξη PAN.TUR (=μικρό τόξο) αναφέρεται σε παρόμοιο νυκτό όργανο. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης και η άποψη του Richard J. Dumbrill ο οποίος υποστηρίζει ότι το τρίχορδο έχει την καταγωγή στη Νουβία, και από εκεί διαδόθηκε στον ελλαδικό χώρο μέσω Αιγύπτου. Σύμφωνα με τον Dumbrill, η σουμερική συλλαβική λέξη GIŠ.SA.3 που είναι ισοδύναμη της ακκαδικής qaštu σημαίνει τρίχορδο με την προσθήκη ενός σουμερικού συμβόλου που αναφέρεται στον αριθμό 3. Η ανατολίτικη ετυμολογία της λέξης πιστοποιείται επίσης από τον H.G. Farmer που έχει γράψει το αντίστοιχο άρθρο στο “New Oxford History of Music”, τον F.W. Galpin (“The Music of the Sumerians and their Immediate Successors The Assyrians and Babylonias”) και τον Curt Sachs (“Storia degli Strumenti Musicali”). Περαιτέρω απόδειξη της σουμεριακή καταγωγής του ονόματος αποτελούν σύγχρονα όργανα όπως το αρμενικό pandur, το γεωργιανό panturi, το τουρκικό ṭūnbūr[14], η γιουκοσλαβική tamburica αλλά και το mandolino που προέρχεται από την αναγεννησιακή mandora[15].
Η σύνδεση, τέλος, του οργάνου με την Αίγυπτο, όπως υποστηρίζει και ο Dumbrill, σχετίζεται με τον Martianus Capella[16] (IX 924) “The Seven Disciplines” ή “Σατυρικόν”. Ο Capella υποστηρίζει ότι η πανδούρα είναι αιγυπτιακή επινόηση. Ο Ρωμαίος βιογράφος Aelius Lampridius καταγράφει ότι ο αυτοκράτορας Elagabalus συμπεριελάμβανε την χρήση της πανδούρας στα ταλέντα του[17]. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί απορίας άξιον αν υποθέσουμε ότι ο Elagabalus ήταν συριακής καταγωγής άρα εξοικειωμένος με τα ανατολίτικα όργανα.
Η αποσαφήνιση του όρου είναι δύσκολη υπόθεση και αυτό δεν βοηθάει καθόλου στις πληροφορίες γύρω από την πανδουρίδα. Θα ήταν καλό να γνωρίζαμε εάν υπήρχαν περισσότερα ονόματα για το εν λόγω όργανο, με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να ταξινομηθεί σε τύπους. Κρίνοντας από τα γραπτά του Αθήναιου του Ναυκρατίτη (IV και XIV) συμπεραίνουμε ότι υπάρχει αρκετή σύγχυση σχετικά με τους όρους και τα ονόματα. Σύμφωνα με τους R.A. Higgins και R.P. Winnington-Ingram τα περισσότερα όργανα της αρχαιότητας είναι ποικιλίες άρπας. Το ίδιο συμβαίνει για τη μάγαδη αλλά και για τη σύριγγα και ίσως και για την πανδούρα. Η σύγχυση στην ονοματολογία φαίνεται και στον Σώπατρο[18] που αποκαλεί το όργανο «δίχορδον». Ίσως ο Σώπατρος να κάνει σύγχυση ανάμεσα σε όργανο με διπλές χορδές (διπλόχορδο) και την πανδούρα.
Μεγάλες διαστάσεις επίσης έχει πάρει η πολεμική γύρω από ένα άλλο όργανο που ονομάζεται σκινδαψός ή κινδαψός και εικάζεται από ορισμένους μελετητές ότι ανήκει στην οικογένεια του λαούτου.
Οι πληροφορίες σχετικά με τον σκινδαψό είναι οι εξής:
Ο Ιούλιος Πολυδεύκης (IV 59) περιγράφει μία μακροσκελή λίστα εγχόρδων που ξεκινά με τις λύρες συνεχίζεται με τις άρπες (μέσα στις οποίες συγκαταλέγονται κάποια είδη αμφιβόλου προελεύσεως) και καταλήγει στον σκινδαψό.
Ο Αθήναιος (IV 182) αναφέρει από τον Αριστόξενο μία λίστα εξωτικών οργάνων όπου βρίσκεται και ο σκινδαψός ανάμεσα κλειψίαμβου και εννεάχορδου. Το εννεάχορδο σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί λαουτοειδές, λόγω του μεγάλου αριθμού χορδών. Φυσικά δεν υπάρχει κάποια διαχωριστική γραμμή στα γραπτά του Αθήναιου που να διακρίνει τα λαουτοειδή από τις άρπες, πάντα βέβαια με την προϋπόθεση ότι τα παραπάνω όργανα μπορούν να θεωρηθούν άρπες και το ίδιο κάνει και ο Ευφόριος.
Πάλι ο Αθήναιος (XIV636b) μιλάει για μία λίστα οργάνων που αναφέρει ο Φυλής ο Δήλιος, που κι αυτή πιθανότατα να προέρχεται από τον Αριστόξενο και θέτει τον σκινδαψό στην ίδια θέση[19]. Περισσότερο κατατοπιστικό φαίνεται να είναι ένα εδάφιο αναφερόμενο στον σκινδαψό από τον Αθήναιο (IV 183a-b) πάντα με παραπομπές από τον Μάτρωνα[20], τον Θεόπομπο τον Κολωφόνιο[21] και τον Αναξύλα[22]. Παρόλα αυτά κανείς από τους τρεις δεν είναι ξεκάθαρος στο θέμα του σκινδαψού.
Ο Αναξύλας, στο έργο του “Λυροποιός” (267) αναφέρει: «ἐγὼ δὲ βαρβίτους τριχόρδους πηκτίδας κιθάρας λύρας σκινδαψοὺς ἐξηρτυόμαν». Είναι πιθανό, στο εν λόγω έργο, ο ομιλητής να είναι ο ίδιος ο λυροποιός. Το θέμα δεν επηρεάζεται από την λέξη τριχόρδους έστω κι αν αλλοιώνει κάπως το νόημα. Σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί επίθετο της λέξης βαρβίτους αλλά ούτε και της λέξης πηκτίδας που θεωρούνται η πρώτη παραλλαγή λύρας και η δεύτερη άρπα. Εάν είναι ένα θεμελιώδες όργανο, το γένος φαίνεται απίθανο και ίσως η αρχική λέξη τριχόρδους να αφομοιώθηκε από την ίδια την πλαισίωσή του. Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι η βάρβιτος, η λύρα και η κιθάρα είναι είδη λύρας, η πηκτίς είναι μάλλον άρπα, ο σκινδαψός φαίνεται να είναι λαουτοειδές ενώ το τρίχορδο είναι μάλλον προβληματικό[23].
Σύμφωνα με τον Θεόπομπο: «σκινδαψὸν λυρόεντα μέγαν χείρεσσι τινάσσων ὀξύινον προμάλοιο τετυγμένον αἰζήεντος[24]». Από τα λεγόμενα του Θεόπομπου συμπεραίνουμε ότι ο σκινδαψός ήταν όργανο μεγάλων διαστάσεων, τύπου λύρας. Τελικά το όργανο αποτελεί αίνιγμα και μάλλον είναι δύσκολο να ήταν αρματωμένο με τέσσερεις χορδές.
Ο Μάτρων αντίθετα αναφέρει ότι το όργανο έχει τέσσερεις χορδές: «οὐδ’ ἀπὸ πασσαλόφιν κρέμασαν, ὅθι περ τετάνυστο σκινδαψὸς τετράχορδος ἀνηλακάτοιο γυναικός». Αν όντως το όργανο είναι τετράχορδο, αυτό είναι μία πολύ καλή απόδειξη ότι ανήκει στα λαουτοειδή. Παρόλα αυτά η περιγραφή δε θεωρείται απόλυτα έγκυρη διότι υπήρχε και μικρή λύρα με τέσσερεις χορδές. Βέβαια οι τέσσερεις χορδές επικυρώνουν την άποψη ότι το όργανο κατασκευάστηκε από τους Τρωγλοδύτες και τους Πάρθους. Κατά το ρήτορα Αιλιανό[25] (NA XII44), το όργανο ήταν ινδικής καταγωγής το οποίο ανήκε στην οικογένεια των λαουτοειδών.
Πίνακας περιεχομένων
1
1.1 Παρατηρήσεις
2
2.1 Δείτε επίσης
2.2 Αναφορές
Παρατηρήσεις
[1] «La Repubblica» 531a 1-3, ελεύθερη μτφ. από τον υποφαινόμενο.
[2] Ibid 531a 4-9.
[3] Ibid 531 b2-c4.
[4] Η πόλη βρισκόταν στις νοτιοδυτικές ακτές της Καρίας κοντά στο σημ. Geyre, περίπου 230 χλμ. από τη Σμύρνη. Δημιουργήθηκε από τη συνένωση δύο πόλεων, της παλαιότερης Νινόης και της γειτονικής σε αυτήν Πλάρασας. Κατά τον 5ο αι της χρονολογίας μας, η πόλη, εθεωρείτο ένα από τα μεγαλύτερα παγανιστικά κέντρα και τέτοιο θα παραμείνει μέχρι τα τέλη της ύστερης αρχαιότητας, όπου και θα μετονομαστεί σε Σταυρούπολις, ενώ ο αρχαίος ναός της Αφροδίτης θα μετατραπεί σε χριστιανική βασιλική, τερματίζοντας έτσι την παγανιστική ιστορία της με αυτή την τυπικά χριστιανική τακτική.
[5] “Aphrodisias in Late Antiquity”, London 1989. “Performers and Partisans at Aphrodisias”, London 1993, Charlotte Roueché.
[6] «πανδούριον, ἤτοι Λύδιον ὄργανον χωρὶς πλήκτρου ψαλλόμενον»
[7] IV 183 f.
[8] Ο σοφιστής και γραμματικός Αθήναιος (2ο-3ο αιώνα της χρονολογίας μας ) από τη Ναύκρατι της Αιγύπτου έγραψε τους “Δειπνοσοφιστές”. Τα βιβλία Α’, Δ’, ΙΔ’ και ΙΕ’ περιέχουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με την αρχαία ελληνική μουσική. Ιδιαίτερα το βιβλίο Δ’ (174Α-185) μας διαφωτίζει σχετικά με τα μουσικά όργανα, χορούς, αρμονίες κ.λπ.
[9] Σύμφωνα με τον εγκυρότερο γεωγράφο της αρχαιότητας, το Στράβωνα, Ερυθρά Θάλασσα ονομαζόταν αρχικά ο Περσικός Κόλπος.
[10] Η ακριβής χρονολογία εμφάνισης του κανόνα δεν είναι γνωστή αν και έχει επικρατήσει η άποψη ότι είναι πυθαγόρειο όργανο. Σύμφωνα με το Δανό μαθηματικό Bartel Leendert van der Waerden, “Hermes”, 1943, το τρίχορδο χρονολογείται από την εποχή του περιπατητικού φιλοσόφου Στράτωνα, από τη Λάμψακο που έζησε από το 335 έως το 269 π.Κ.Χ. περίπου
[11] Ο Νικόμαχος λέγοντας «μέσα δ’ αὐτῶν» εννοεί ότι ανάμεσα σε κάποια όργανα υπάρχει και το μονόχορδο, που λέγεται και φάνδουρος, χωρίς όμως να ξεκαθαρίζει ποια είναι τα ενδιάμεσα όργανα. Εδώ εικάζεται, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους R.A. Higgins και R.P. Winnington-Ingram (“Lute Players in Greek Art”, The Journal of Hellenic Studies, Vol. 85, 1965, σελ. 62-71), ότι τα όργανα αυτά είναι το τρίγωνο (είδος άρπας) και ο πλαγίαυλος.
[12] Κεφ.4, 243, 13 ff. Jan.
[13] Orig. 3. 21.8
[14] Η αντικατάσταση ενός κλειστού χειλικού συμφώνου, όπως το p, από ένα κλειστό οδοντικό σύμφωνο, όπως το t, είναι ένα πολύ συνηθισμένο γλωσσολογικό φαινόμενο.
[15] Η λέξη man-dora εμπεριέχει τη ρίζα της σουμερικής λέξης-συλλαβής PAN.TUR.
[16] Ο Martianus Minneus Felix Capella ήταν ένας παγανιστής συγγραφέας της ύστερης αρχαιότητας από τους πρώτους εισηγητές των επτά ελευθέριων τεχνών και θεωρείται ο κατ’ ουσίαν δομικός λίθος της μεσαιωνικής εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τον Κασσιόδωρο γεννήθηκε στην Αλγερία όταν ήταν ρωμαϊκή κτίση.
[17] Ο Aelius Lampridius ήταν βιογράφος πολλών Ρωμαίων αυτοκρατόρων μεταξύ των οποίων και ο Elagabalus (ελλ. Ηλιογάβαλος) 218-222 π.Κ.Χ.
[18] Ο Σώπατρος από την Απάμεια ήταν σοφιστής της ύστερης αρχαιότητας και μαθητής του Ιάμβλιχου.
[19] Η λίστα είναι πανομοιότυπη με μόνη διαφορά την ιαμβύκη που βρίσκεται ανάμεσα στη σαμβύκη και το τρίγωνο. Εικάζεται πως κι αυτή η λίστα προέρχεται από τον Αριστόξενο.
[20] Ο Μάτρων ο Πιτανεύς (4ος αι. π.Κ.Χ.) από την αιολική Πιτάνη της Μυσίας, ήταν συγγραφέας επικών ποιημάτων που παρωδούσαν το ομηρικό ύφος. Έργο του στο οποίο αποπειράθηκε τη χρήση του εξάμετρου στίχου του έπους είναι το “Δείπνον Αττικόν”.
[21] Ο Θεόπομπος ο Κολωφόνιος ήταν επικός ποιητής που έγραψε το “Ἁρμάτιον”. Μνημονεύεται από τον Αθήναιο.
[22] Αναξύλας (μέσα 4ου π.Χ. αι.) ήταν κωμικός ποιητής της Μέσης κωμωδίας.
[23] Η αξιολόγηση αυτή αποδίδεται στους R.A. Higgins και R.P. Winnington-Ingram.
[24] «κρατώντας στα χέρια του ένα μεγάλο σα λύρα σκινδαψό, κατασκευασμένο από βλαστούς ιτιάς (ή οξιάς)».
[25] Ο Κλαύδιος Αιλιανός (175-235 Κ.Χ. περίπου) ήταν Ρωμαίος ρήτορας που προτιμούσε να γράφει στην ελληνική την οποία ομιλούσε και τέλεια γι αυτό και ονομαζόταν μελίγλωττος και μελίφθογγος.
Δείτε επίσης
Μπουζούκι
Ταμπουράς
Αναφορές
“Aphrodisias in Late Antiquity”, London 1989. “Performers and Partisans at Aphrodisias”, S Mollard-Besques London (1993) .
Μάτρων ο Πιτανεύς, “Δείπνον Αττικόν”.
Θεόπομπος ο Κολωφόνιος, “Ἁρμάτιον”.
Lute-Players in Greek Art, The Journal of Hellenic Studies, Vol. 85 S Mollard-Besques(1965).
M. Waelkens, N. Herz, L. Moens, “Ancient Stones: Quarrying, Trade and Provenance”, Leuven University Press, Belgium, (1992).
The American Journal of Archaeology and of the History of the Fine Arts, Vol. VII, March-June Nos. 1-2, Boston, 1891 και “The Mantineian Reliefs”, Charles Waldstein, The American Journal of Archaeology and of the History of the Fine Arts, Vol. 7,No. 1/2 (Mar. - Jun., 1891), .
“Zeitschrift für musikwissenschaft”, σελ. 89-107, New York, Johnson Reprint, 1971. Issued by Deutsche Gesellschaft für Musikwissenschaft (called 1918-1933, Deutsche Musikgesellschaft).
E. Breccia, “Terrecotte figurate del Museo di Alessandria (1930)”, σελ. 101 tav F.
S Mollard-Besques “Catalogue Raisonne des Figurines et Reliefs en Terre-Cuite Grecs et Romains II Myrina”, Editions des Musees Nationaux (1963).
Perdrizet, P. 1921, “Les terracuites grecs d'Egypte de la Collection Fonquet”, p1. 37, 2 no. 4.
Visconti, 1872-3 (Bull. Comm. i) σελ. 175, pl.ii, iii. Marrou, 1938, no. 150. Stuart Jones, 19k2, 191f2, σελ. 99, P1. 36a.
Behn, 1918, p. 95. Fleischhauer, 196k, Abb. 77, σελ. 132.
Marrou, 1938, No. 221. Cumont, l9k2, P. 30k, p1. 1. Fleiechhauer, 196k, Abb. 75, p. 130.
Kekulé von Stradonitz, Winter, “Die antiken Terrakotten”, 1903.
Esperandieu, 1907, I, no.181. Behn, 1954, Taf 57, Abb.128. Perrot, 1971, p.100, piXIV.
Jonathan Edmondson,Trinidad Nogales Basarrate,Walter Trillmich “Imagen y Memoria, Monumentos Funerarios con Retratos en la Colonia Augusta Emerita”, Real Academia de la Historia, Madrid, 2001.
Robert, C., 1890 - Die Antiken Sarkophagreliefs, III, pt.2. Panum, 1940, p. 213, fig. 186.
Zeitschrift für musikwissenschaft, New York, Johnson Reprint, 1971.
"An Early Greek Pandore", Henry George Farmer, Journal of the Royal Asiatic Society of Great Britain and Ireland, No. 2 (Oct., 1949),σελ. 177-179.
"Musical Instruments in the Roman World Vol.1 & 2", Mary Angela Wardle.
"Αρχαία ελληνική μουσική", M.L.West, εκδ. Δ.Ν. Παπαδήμα, Au;hna 2010.
"Εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ελληνικής μουσικής", Σόλωνας Μηχαηλίδης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2003.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License