ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



οξυδέρκεια

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οξυδέρκεια οι οξυδέρκειες
      γενική της οξυδέρκειας των οξυδερκειών
    αιτιατική την οξυδέρκεια τις οξυδέρκειες
     κλητική οξυδέρκεια οξυδέρκειες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οξυδέρκεια < μεσαιωνική ελληνική οξυδέρκεια < αρχαία ελληνική ὀξυδερκής < ὀξύς + δέρκομαι (=βλέπω)

Ουσιαστικό

οξυδέρκεια θηλυκό

οξεία αντίληψη, εξυπνάδα

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τις λέξεις οξυδερκής, οξύς και δράκος

Μεταφράσεις
οξυδέρκεια

αγγλικά : perspicacity (en), acuity (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License