οβίδα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οβίδα | οι | οβίδες |
γενική | της | οβίδας | των | οβίδων |
αιτιατική | την | οβίδα | τις | οβίδες |
κλητική | οβίδα | οβίδες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
οβίδα < (καθαρεύουσα) οβίς < γαλλική obus < γερμανική Haubitze < τσεχική houfnice < houf < πρωτογερμανική *haupaz < *hauppaz < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kouHp-nó-
Προφορά
ΔΦΑ : /ɔ.ˈvi.ða/
Ουσιαστικό
οβίδα θηλυκό
βλήμα πυροβόλου (πχ κανονιού ή όλμου), μεγάλου διαμετρήματος σε αντίθεση με τη σφαίρα
βλήμα πυροβόλου όπλου που προκαλεί έκρηξη στο μέρος όπου πέφτει
Συγγενικές λέξεις
οβιδοβόλο
Μεταφράσεις
οβίδα
αγγλικά : shell (en)
γαλλικά : obus (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License