οβελίσκος
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οβελίσκος | οι | οβελίσκοι |
γενική | του | οβελίσκου | των | οβελίσκων |
αιτιατική | τον | οβελίσκο | τους | οβελίσκους |
κλητική | οβελίσκε | οβελίσκοι | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
οβελίσκος < αρχαία ελληνική ὀβελίσκος < ὀβελὸς (σούβλα - οριζόντια γραμμή)
Ουσιαστικό
οβελίσκος στο Παρίσι
οβελίσκος αρσενικό
ο λατρευτικός μονολιθικός στύλος (κυλινδρικός ή τετράεδρος) που τοποθετείτο ζευγαρωτά, συνήθως στην είσοδο αρχαίων αιγυπτιακών ναών. Αυτοί οι στύλοι συνήθως απολήγουν σε μικρή πυραμίδα. Γενικά η λέξη χρησιμοποιείται για κάθε μνημείο που έχει αυτή τη μορφή.
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τις λέξεις οβελός και οβελίας
Μεταφράσεις
οβελίσκος
αγγλικά : obelisk (en)
γαλικιανά : obelisco (gl)
γαλλικά : obélisque (fr) α
γερμανικά : Obelisk (de)
γεωργιανά : ობელისკი (ka)
δανικά : obelisk (da)
εβραϊκά : אובליסק (he)
εσπεράντο : obelisko (eo)
ιαπωνικά : オベリスク (ja)
ισπανικά : obelisco (es)
ιταλικά : obelisco (it)
κινεζικά : 方尖碑 (zh)
λατινικά : obeliscus (la)
λουξεμβουργιανά : Obelisk (lb)
νορβηγικά : obelisk (no)
ολλανδικά : obelisk (nl)
πολωνικά : obelisk (pl)
πορτογαλικά : obelisco (pt)
σουηδικά : obelisk (sv)
τσεχικά : obelisk (cs)
φινλανδικά : obeliski (fi)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License