οβελίας
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οβελίας | οι | οβελίες |
γενική | του | οβελία | των | οβελιών |
αιτιατική | τον | οβελία | τους | οβελίες |
κλητική | οβελία | οβελίες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
οβελίας < αρχαία ελληνική ὀβελίας < ὀβελός
Προφορά
ΔΦΑ : /ɔ.ve.'li.as/
Ουσιαστικό
οβελίας αρσενικό
το αρνί ή το κατσίκι που ψήνεται στη σούβλα πάνω από κάρβουνα, συνήθως την ημέρα του Πάσχα.
Άλλες μορφές
σουβλίας
Συγγενικές λέξεις
οβελιαίος
οβελίζω
οβελίσκος
οβελισμός
οβελιστήριο
οβελός
Δείτε επίσης
οβελίας
Μεταφράσεις
οβελίας
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License