ουσία
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ουσία | οι | ουσίες |
γενική | της | ουσίας | των | ουσιών |
αιτιατική | την | ουσία | τις | ουσίες |
κλητική | ουσία | ουσίες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ουσία < αρχαία ελληνική οὐσία
Προφορά
ΔΦΑ : /u.ˈsi.a/
Ουσιαστικό
ουσία θηλυκό
- κάθε τι υλικό, συνήθως σε ρευστή μορφή
- ≈ συνώνυμα: η ύλη
- χρωστική / χημική / λιπαρή / βλαβερή ουσία
- ≈ συνώνυμα: η ύλη
- το σύνολο των στοιχείων από τα οποία αποτελείται κάτι και καθορίζουν την ύπαρξή του
- ≈ συνώνυμα: το είναι, η υπόσταση
- το κεντρικό σημείο, ο πυρήνας ενός θέματος, μιας συζήτησης, ενός πράγματος
- ≈ συνώνυμα: επίκεντρο
- έχεις αντιληφθεί την ουσία της συζήτησης;
- ≈ συνώνυμα: επίκεντρο
- το αληθινό περιεχόμενο, το σημαντικό στοιχείο
- ≈ συνώνυμα: νόημα, σπουδαιότητα
- η ουσία της ζωής / της εργασίας / της συντροφικότητας
- ≈ συνώνυμα: νόημα, σπουδαιότητα
- το πιο θρεπτικό ή γευστικό στοιχείο της τροφής
-
- χωρίς αλάτι δεν έχει ουσία το φαγητό
-
- (φιλοσοφία):
- οτιδήποτε στοιχειοθετεί τη σταθερή φύση των πραγμάτων, ανεξάρτητα από τις μεταβολές που υφίστανται ή τις πολλαπλές μορφές που μπορεί να έχουν
- (Αριστοτέλης) η κατηγορία που καθορίζει την ύπαρξη ενός πράγματος και δεν εξαρτάται από τα συμβεβηκότα του
- (πληθυντικός) οι παράνομες εξαρτησιογόνες ουσίες, τα ναρκωτικά
Εκφράσεις
επί της ουσίας : πραγματικά, σε σχέση με το αληθινό περιεχόμενο κι όχι τυπικά
η ουσία είναι... : το πιο σημαντικό είναι...
κατ’ ουσίαν : στην πραγματικότητα
στην ουσία : στην πραγματικότητα
Συγγενικές λέξεις
ουσιαστικό
ουσιαστικός
ουσιώδης
Σύνθετα
ανούσιος
αυτούσιος
ουσιαστικοποίηση
ουσιαστικοποιώ
ουσιοεξάρτηση
περιουσία
Δείτε επίσης
ουσία
Μεταφράσεις
ουσία
αγγλικά : substance (en), essence (en)
βουλγαρικά : същност (bg)
γαλλικά : substance (fr), matière (fr), essence (fr), essentiel (fr)
εβραϊκά : עצם (he)
ισπανικά : sustancia (es), esencia (es)
ιταλικά : sostanza (it)
ουγγρικά : lényeg (hu)
ουκρανικά : суть (uk)
πολωνικά : istota (pl)
πορτογαλικά : essência (pt)
ρουμανικά : esență (ro)
ρωσικά : существо (ru)
σερβικά : суштина (sr)
σουηδικά : tvistefråga (sv)
τσεχικά : bytost (cs)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License