ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



ουρανίσκος

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουρανίσκος οι ουρανίσκοι
      γενική του ουρανίσκου των ουρανίσκων
    αιτιατική τον ουρανίσκο τους ουρανίσκους
     κλητική ουρανίσκε ουρανίσκοι
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ουρανίσκος < αρχαία ελληνική οὐρανίσκος

Προφορά

ΔΦΑ : /u.ɾaˈnis.kɔs/

Ουσιαστικό

ουρανίσκος αρσενικό

Συγγενικές λέξεις

ουρανισκόφωνος

Μεταφράσεις
ουρανίσκος

αγγλικά : palate (en), uraniscus (en)
γαλλικά : palais (fr)
εσπεράντο : palato (eo)
ιαπωνικά : 口蓋 (ja) (kōgai)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License