ουδέτερο
Ελληνικά
Ετυμολογία 1
ουδέτερο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ουδέτερος. Εννοείται η λέξη γένος ή ρήμα
Ουσιαστικό
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ουδέτερο | τα | ουδέτερα |
γενική | του | ουδετέρου & ουδέτερου |
των | ουδετέρων & ουδέτερων |
αιτιατική | το | ουδέτερο | τα | ουδέτερα |
κλητική | ουδέτερο | ουδέτερα | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ουδέτερο ουδέτερο
(γραμματική)
(για γένος) το γένος ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων, μετοχών ή αντωνυμιών που δεν αντιστοιχεί ούτε στο αρσενικό, ούτε στο θηλυκό βιολογικό γένος. Για πράγματα και αφηρημένες έννοιες η απουσία αντιστοιχίας είναι αυθαίρετη
τα ουδέτερα σε -ος γράφονται με όμικρον
η λέξη κορίτσι είναι ουδέτερο αν και βιολογικά είναι γένους θηλυκού
(για ρήμα) ρήμα του οποίου η διάθεση σημαίνει ουδέτερη κατάσταση. Το υποκείμενο δεν ενεργεί, δεν παθαίνει, απλώς βρίσκετα σε μια κατάσταση.
τα ρήματα ζω, ησυχάζω είναι ουδέτερα· είναι ουδέτερης διάθεσης αλλά ενεργητικής φωνής
Δείτε επίσης
συντομογραφία: ουδ. ή ο.
συντομογραφία λατινική: neu. η n.
Μεταφράσεις
ουδέτερο (γραμματική)
→ δείτε τη λέξη ουδέτερος
Ετυμολογία 2
ουδέτερο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ουδέτερο
(αρσενικό) ουδέτερος, στην αιτιατική του ενικού
ουδέτερο του ουδέτερος, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License