ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



οτρηρός

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική οτρηρός οτρηρή οτρηρό
γενική οτρηρού οτρηρής οτρηρού
αιτιατική οτρηρό οτρηρή οτρηρό
κλητική οτρηρέ οτρηρή οτρηρό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική οτρηροί οτρηρές οτρηρά
γενική οτρηρών οτρηρών οτρηρών
αιτιατική οτρηρούς οτρηρές οτρηρά
κλητική οτρηροί οτρηρές οτρηρά

Ετυμολογία

οτρηρός < αρχαία ελληνική ὀτρηρός < ὀτρύνω + -ηρος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *(s)twer-

Επίθετο

οτρηρός, -ή, -ό

(λόγιο) (σπάνιο) εργατικός, δραστήριος

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη παροτρύνω

Μεταφράσεις
οτρηρός

→ δείτε τις λέξεις εργατικός και δραστήριος

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License