ορθολογισμός
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ορθολογισμός | οι | ορθολογισμοί |
γενική | του | ορθολογισμού | των | ορθολογισμών |
αιτιατική | τον | ορθολογισμό | τους | ορθολογισμούς |
κλητική | ορθολογισμέ | ορθολογισμοί | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ορθολογισμός < ορθός λόγος + -ισμός
Προφορά
ΔΦΑ : /ɔɾ.θɔ.lɔ.ʝiˈzmɔs/
Ουσιαστικό
ορθολογισμός αρσενικό
(φιλοσοφία) η θεωρία, κατά την οποία η βάση της γνώσης είναι η λογική, ο ορθός λόγος και όχι ο μυστικισμός, η επιθυμία και το συναίσθημα
η στάση, σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις μας και η λύση των προβλημάτων μας πρέπει να βασίζονται στη λογική.
Συνώνυμα
ρασιοναλισμός
Συγγενικές λέξεις
ανορθολογικός
ανορθολογιστής
ορθολογικός
ορθολογικότητα
ορθολογιστής
ορθολογιστικός
Δείτε επίσης
εμπειρισμός
θετικισμός
καρτεσιανσιμός
μυστικισμός
μεταφυσική
Μεταφράσεις
ορθολογισμός
αγγλικά : rationalism (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License