ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



ορθόδοξος

Ελληνικά (el)

πτώση ενικός
ονομαστική ορθόδοξος ορθόδοξη ορθόδοξο
γενική ορθόδοξου ορθόδοξης ορθόδοξου
αιτιατική ορθόδοξο ορθόδοξη ορθόδοξο
κλητική ορθόδοξε ορθόδοξη ορθόδοξο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ορθόδοξοι ορθόδοξες ορθόδοξα
γενική ορθόδοξων ορθόδοξων ορθόδοξων
αιτιατική ορθόδοξους ορθόδοξες ορθόδοξα
κλητική ορθόδοξοι ορθόδοξες ορθόδοξα

Ετυμολογία

ορθόδοξος < ελληνιστική κοινή ὀρθόδοξος < αρχαία ελληνική ὀρθός + δόξα

Προφορά

ΔΦΑ : /ɔɾ.ˈθɔ.ðɔ.ksɔs/
συλλαβισμός : ορ‐θό‐δο‐ξος

Επίθετο

ορθόδοξος, -η (/ -ος), -ο

που με επιμονή και προσήλωση δέχεται και ασπάζεται τις σωστές (κατά τη γνώμη του) αντιλήψεις και απόψεις (θρησκευτικές, φιλοσοφικές, πολιτικές κ.λπ.)

≠ αντώνυμα: αιρετικός, λανθασμένος

(θρησκεία) που έχει σχέση με την ανατολική χριστιανική Εκκλησία και όσα αυτή πρεσβεύει ή αναφέρεται σ’ αυτή κι όχι στη δυτική Καθολική Εκκλησία

≠ αντώνυμα: καθολικός, ανορθόδοξος, αλλόδοξος

που εφαρμόζει μεθόδους και πρακτικές παραδοσιακές ή γενικώς αποδεκτές

≠ αντώνυμα: ανορθόδοξος

Ουσιαστικό

ορθόδοξος αρσενικό (θηλυκό: ορθόδοξη)

(θρησκεία) χριστιανός που έχει σχέση με την ανατολική χριστιανική Εκκλησία και όσα αυτή πρεσβεύει κι όχι με τη δυτική Καθολική Εκκλησία

Άλλες μορφές

Ορθόδοξος

Αντώνυμα

καθολικός / Καθολικός

Συγγενικές λέξεις

ανορθόδοξα
ανορθοδοξία
ανορθόδοξος
ανορθοδόξως
αντιορθόδοξος
ελληνορθόδοξος
διορθόδοξος
ορθόδοξα
ορθοδοξία
ορθοδόξως
υπερορθόδοξος
φιλορθόδοξος
→ δείτε τις λέξεις ορθός και δόξα

Δείτε επίσης

ορθόδοξος στη Βικιπαίδεια Άρθρο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ορθόδοξος

αγγλικά : orthodox (en)
γαλλικά : orthodoxe (fr)
εσπεράντο : ortodoksa (eo)
ισπανικά : ortodoxo (es)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License