οροθετικός
Ελληνικά (el)
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | οροθετικός | οροθετική | οροθετικό |
γενική | οροθετικού | οροθετικής | οροθετικού |
αιτιατική | οροθετικό | οροθετική | οροθετικό |
κλητική | οροθετικέ | οροθετική | οροθετικό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | οροθετικοί | οροθετικές | οροθετικά |
γενική | οροθετικών | οροθετικών | οροθετικών |
αιτιατική | οροθετικούς | οροθετικές | οροθετικά |
κλητική | οροθετικοί | οροθετικές | οροθετικά |
Ετυμολογία
οροθετικός < οροθε(σία) + -τικός
οροθετικός < ορο- (ορός) + θετικός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική seropositive[1]
Επίθετο 1
οροθετικός, -ή, -ό
που έχει σχέση με την οροθεσία, την οροθέτηση, ή αναφέρεται σ’ αυτή
Επίθετο 2
οροθετικός, -ή, -ό
(ιατρική) (για ασθενή) που είναι φορέας κάποιου ιού, συνήθως του ιού του AIDS
Τέλος στη ζωή της έδωσε μία από τις γυναίκες που είχαν συλληφθεί το Μάιο του 2012 ως εκδιδόμενες οροθετικές και τα στοιχεία τους είχαν δοθεί στη δημοσιότητα, μαζί με τις φωτογραφίες τους, στο όνομα της δημόσιας υγείας. (*)
Συγγενικές λέξεις
οροθετικότητα
Μεταφράσεις
οροθετικός
αγγλικά : seropositive (en)(2)
γαλλικά : séropositif (fr)(2)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License