ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



ορολογία

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορολογία οι ορολογίες
      γενική της ορολογίας των ορολογιών
    αιτιατική την ορολογία τις ορολογίες
     κλητική ορολογία ορολογίες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορολογία < ορο- + -λογία, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική terminologie [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ɔ.ɾɔ.lɔˈʝi.a/
συλλαβισμός : ο‐ρο‐λο‐γί‐α

Ουσιαστικό

ορολογία θηλυκό

το σύνολο ειδικών όρων για μια επιστήμη, ή τέχνη, ή γνωστικό πεδίο

ιατρική ορολογία, ορολογία των υπολογιστών
≈ συνώνυμα: ορολόγιο

(ως ειδικός κλάδος) επιστήμη που μελετά τις έννοιες και τις κατασημάνσεις τους και τη δομή, τον σχηματισμό, την ανάπτυξη, τη χρήση και τη διαχείριση ορολογίων σε διάφορα θεματικά πεδία [2]

≈ συνώνυμα: επιστήμη των όρων

Συγγενικές λέξεις

ορολογικός
ορολόγος

Μεταφράσεις
ορολογία

αγγλικά : terminology (en)
γαλλικά : terminologie (fr)

εσπεράντο : terminologio (eo)

Αναφορές

ορολογία στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Ορισμός διεθνώς τυποποιημένος με το πρότυπο ISO 1087-1:2000, ισοδύναμο ελληνικό πρότυπο: ΕΛΟΤ 561-1:2006

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License