οροφοκομία
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οροφοκομία | οι | οροφοκομίες |
γενική | της | οροφοκομίας | των | οροφοκομιών |
αιτιατική | την | οροφοκομία | τις | οροφοκομίες |
κλητική | οροφοκομία | οροφοκομίες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
οροφοκομία < όροφ(ος) + -ο- + -κομία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική housekeeping)
Ουσιαστικό
οροφοκομία θηλυκό
(νεολογισμός) το ξενοδοχειακό τμήμα που ασχολείται με την εξυπηρέτηση (καθαρισμό και εφοδιασμό) των δωματίων των ορόφων των ξενοδοχείων
Συγγενικές λέξεις
οροφοκόμος
Μεταφράσεις
οροφοκομία
αγγλικά : housekeeping (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License