οροφή
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οροφή | οι | οροφές |
γενική | της | οροφής | των | οροφών |
αιτιατική | την | οροφή | τις | οροφές |
κλητική | οροφή | οροφές | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
οροφή < αρχαία ελληνική ὀροφή < ἐρέφω
Προφορά
ΔΦΑ : /ɔ.ɾɔ.ˈfi/
Ουσιαστικό
οροφή θηλυκό
η οριζόντια επιφάνεια που καθορίζει εσωτερικά έναν χώρο
το ανώτερο μέρος ενός οικοδομήματος
(αεροπορία) το υψηλότερο μέρος
Συγγενικές λέξεις
οροφιαίος
όροφος
Συνώνυμα
ανώτερος εσωτερικός χώρος
ταβάνι
ανώτερο μέρος οικοδομήματος
στέγη
Μεταφράσεις
οροφή
αγγλικά : ceiling (en)
γαλλικά : plafond (fr), toiture (fr)
γερμανικά : Decke (de), Dach (de)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License