οπτασία
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οπτασία | οι | οπτασίες |
γενική | της | οπτασίας | των | οπτασιών |
αιτιατική | την | οπτασία | τις | οπτασίες |
κλητική | οπτασία | οπτασίες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
οπτασία < αρχαία ελληνική ὀπτασία
Προφορά
ΔΦΑ : /ɔp.ta.ˈsi.a/
Ουσιαστικό
οπτασία θηλυκό
κάτι που δεν είναι αληθινό, κάτι φανταστικό
(μεταφορικά) πολύ ωραία εικόνα ενός αντικειμένου ή προσώπου
Μεταφράσεις
οπτασία
αγγλικά : phantasm (en)
γαλλικά : fantasme (fr)
εσπεράντο : fantasmo (eo)
ιαπωνικά : ファンタズマ (ja) (fantazuma)
ισπανικά : fantasía (es)
καταλανικά : fantasia (ca)
κινεζικά : 幻想 (zh) (huànxiǎng)
οξιτανικά : fantasma (oc)
πορτογαλικά : fantasma (pt)
ρωσικά : образ (ru) (obraz)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License