ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


οψιμάθεια

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οψιμάθεια οι οψιμάθειες
      γενική της οψιμάθειας των οψιμαθειών
    αιτιατική την οψιμάθεια τις οψιμάθειες
     κλητική οψιμάθεια οψιμάθειες
Παράρτημα

Ετυμολογία

οψιμάθεια < οψιμαθής + -εια

Ουσιαστικό

οψιμάθεια θηλυκό

η μάθηση σε μεγάλη ηλικία

Συγγενικές λέξεις

οψιμαθής

Μεταφράσεις
οψιμάθεια

ελληνιστική κοινή : ὀψιμαθία
αγγλικά : late-gotten learning (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License