οψιγενής
Ελληνικά
Ετυμολογία
οψιγενής <
Επίθετο
οψιγενής, -ής, -ές
γεννημένος μετά τον θάνατο του πατέρα του
αυτός που γεννήθηκε καθυστερημένα (όψιμα)
Μεταφράσεις
οψιγενής
γαλλικά : posthume (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License