οπορτουνισμός
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | οπορτουνισμός | οι | οπορτουνισμοί |
γενική | του | οπορτουνισμού | των | οπορτουνισμών |
αιτιατική | τον | οπορτουνισμό | τους | οπορτουνισμούς |
κλητική | οπορτουνισμέ | οπορτουνισμοί | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
οπορτουνισμός < γαλλική opportunisme < opportun (πρόσφορος)
Ουσιαστικό
οπορτουνισμός αρσενικό
ως γενικός όρος «ευνοιοκρατία»
τρόπος ενέργειας σύμφωνα με τον οποίο ο δράστης του κινητοποιείται από συμφεροντολογικά ελατήρια κι όχι από το χρέος προς μια πάγια αρχή
ελιγμός και η αξιοποίηση συγκυριών κάθε είδους προκειμένου να επιτευχθούν προσωπικά συμφέροντα
συμμόρφωση προς την αστική νομιμότητα (με μαρξιστικούς όρους), άρα η εγκατάλειψη της επανάστασης (με μαρξιστικούς όρους)
Συγγενικές λέξεις
οπορτουνιστής
λατινικά: opportunitas (la) opportunus tempus/locus
Μεταφράσεις
οπορτουνισμός
αγγλικά : opportunism (en), μονόπλευρος ωφελιμισμός: expediency (en)
γαλλικά : opportunisme (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License