ονομαστική
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ονομαστική | οι | ονομαστικές |
γενική | της | ονομαστικής | των | ονομαστικών |
αιτιατική | την | ονομαστική | τις | ονομαστικές |
κλητική | ονομαστική | ονομαστικές | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ονομαστική < ελληνιστική κοινή ὀνομαστική
Ουσιαστικό
ονομαστική θηλυκό
(γραμματική) η πτώση στην οποία τίθεται το υποκείμενο
Μεταφράσεις
γραμματική πτώση
αγγλικά : nominative (en)
γαλλικά : nominatif (fr)
γερμανικά : Nominativ (de)
δανικά : nominativ (da)
ισλανδικά : nefnifall (is)
ιταλικά : nominativo (it)
ουγγρικά : alanyeset (hu)
πορτογαλικά : nominativo (pt)
σλοβενικά : imenovalnik (sl)
σουηδικά : nominativ (sv)
φινλανδικά : nominatiivi (fi)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ονομαστική
θηλυκό του ονομαστικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού
Ομώνυμα / Ομόηχα
ονομαστικοί
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License