ονειροπολώ
Ελληνικά
Ετυμολογία
ονειροπολώ < αρχαία ελληνική ὀνειροπολέω / ὀνειροπολῶ < ὀνειροπόλος < ὄνειρος / ὄνειρον + πόλος / πέλω
Ρήμα
ονειροπολώ
περιπλανιέμαι, με τον νου, σε ονειρικούς κόσμους
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ονειροπολώ | ονειροπολούσα | θα ονειροπολώ | να ονειροπολώ | ονειροπολώντας | |
β' ενικ. | ονειροπολείς | ονειροπολούσες | θα ονειροπολείς | να ονειροπολείς | (ονειροπόλει) | |
γ' ενικ. | ονειροπολεί | ονειροπολούσε | θα ονειροπολεί | να ονειροπολεί | ||
α' πληθ. | ονειροπολούμε | ονειροπολούσαμε | θα ονειροπολούμε | να ονειροπολούμε | ||
β' πληθ. | ονειροπολείτε | ονειροπολούσατε | θα ονειροπολείτε | να ονειροπολείτε | ονειροπολείτε | |
γ' πληθ. | ονειροπολούν(ε) | ονειροπολούσαν(ε) | θα ονειροπολούν(ε) | να ονειροπολούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ονειροπόλησα | θα ονειροπολήσω | να ονειροπολήσω | ονειροπολήσει | ||
β' ενικ. | ονειροπόλησες | θα ονειροπολήσεις | να ονειροπολήσεις | ονειροπόλησε | ||
γ' ενικ. | ονειροπόλησε | θα ονειροπολήσει | να ονειροπολήσει | |||
α' πληθ. | ονειροπολήσαμε | θα ονειροπολήσουμε | να ονειροπολήσουμε | |||
β' πληθ. | ονειροπολήσατε | θα ονειροπολήσετε | να ονειροπολήσετε | ονειροπολήστε | ||
γ' πληθ. | ονειροπόλησαν ονειροπολήσαν(ε) |
θα ονειροπολήσουν(ε) | να ονειροπολήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ονειροπολήσει | είχα ονειροπολήσει | θα έχω ονειροπολήσει | να έχω ονειροπολήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ονειροπολήσει | είχες ονειροπολήσει | θα έχεις ονειροπολήσει | να έχεις ονειροπολήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ονειροπολήσει | είχε ονειροπολήσει | θα έχει ονειροπολήσει | να έχει ονειροπολήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ονειροπολήσει | είχαμε ονειροπολήσει | θα έχουμε ονειροπολήσει | να έχουμε ονειροπολήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ονειροπολήσει | είχατε ονειροπολήσει | θα έχετε ονειροπολήσει | να έχετε ονειροπολήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ονειροπολήσει | είχαν ονειροπολήσει | θα έχουν ονειροπολήσει | να έχουν ονειροπολήσει |
|
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τη λέξη ονειροπόλος
Μεταφράσεις
ονειροπολώ
αγγλικά : daydream (en), fantasise (en)
γαλλικά : rêver (fr), rêvasser (fr)
γερμανικά : träumen (de), fantasieren (de)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License