ομήγυρη
Ελληνικά
Ετυμολογία
ομήγυρη < αρχαία ελληνική ὁμήγυρις < ὁμοῦ και ἀγείρω
Προφορά
ΔΦΑ : /ɔ.ˈmi.ʝi.ɾi/
Ουσιαστικό
ομήγυρη θηλυκό
συνάθροιση μικρού αριθμού ανθρώπων
Συνώνυμα
συντροφιά
Μεταφράσεις
ομήγυρη
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License