ολοήμερος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ολοήμερος | ολοήμερη | ολοήμερο |
γενική | ολοήμερου | ολοήμερης | ολοήμερου |
αιτιατική | ολοήμερο | ολοήμερη | ολοήμερο |
κλητική | ολοήμερε | ολοήμερη | ολοήμερο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ολοήμεροι | ολοήμερες | ολοήμερα |
γενική | ολοήμερων | ολοήμερων | ολοήμερων |
αιτιατική | ολοήμερους | ολοήμερες | ολοήμερα |
κλητική | ολοήμεροι | ολοήμερες | ολοήμερα |
Ετυμολογία
ολοήμερος < ελληνιστική κοινή ὁλοήμερος < ὅλος + ἡμέρα
Επίθετο
ολοήμερος
που διαρκεί όλη τη μέρα
Αντώνυμα
ολονύκτιος
Μεταφράσεις
ολοήμερος
αγγλικά : daylong (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License