ολισθηρός
Ελληνικά (el)
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ολισθηρός | ολισθηρή | ολισθηρό |
γενική | ολισθηρού | ολισθηρής | ολισθηρού |
αιτιατική | ολισθηρό | ολισθηρή | ολισθηρό |
κλητική | ολισθηρέ | ολισθηρή | ολισθηρό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ολισθηροί | ολισθηρές | ολισθηρά |
γενική | ολισθηρών | ολισθηρών | ολισθηρών |
αιτιατική | ολισθηρούς | ολισθηρές | ολισθηρά |
κλητική | ολισθηροί | ολισθηρές | ολισθηρά |
Ετυμολογία
ολισθηρός < αρχαία ελληνική ὀλισθαίνω
Προφορά
ΔΦΑ : /ɔ.li.sθi.ˈɾɔs/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ɔ.li.sθi.ˈɾi/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ɔ.li.sθi.ˈɾɔ/ ουδέτερο
Επίθετο
ολισθηρός, -ή, -ό
που γλιστρώ, που μπορεί να προκαλέσει γλίστρημα (ολίσθηση)
με τον πάγο ο δρόμος έγινε ιδιαίτερα ολισθηρός
(μεταφορικά) που κρύβει κιινδύνους
(μεταφορικά) που μπορεί εύκολα να σε κάνει να ξεφύγεις από το ηθικά σωστό
αυτού του είδους οι λογικές μας οδηγούν σε πολύ ολισθηρά μονοπάτια
Συγγενικές λέξεις
ολισθαίνω
ολίσθηση
Μεταφράσεις
ολισθηρός
αγγλικά : slippery (en)
γαλλικά : glissant (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License