ολιγωρία
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ολιγωρία | οι | ολιγωρίες |
γενική | της | ολιγωρίας | των | ολιγωριών |
αιτιατική | την | ολιγωρία | τις | ολιγωρίες |
κλητική | ολιγωρία | ολιγωρίες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
ολιγωρία < αρχαία ελληνική ὀλιγωρία < ὀλίγος + ὤρα (φροντίδα)
Ουσιαστικό
ολιγωρία θηλυκό
κρίσιμη έλλειψη ενδιαφέροντος και προσοχής από κάποιον κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του
έφαγαν γκολ από ολιγωρία
Συνώνυμα
αμέλεια
αδιαφορία
παραμέληση
Συγγενικές λέξεις
ολιγωρώ
→ δείτε τις λέξεις λίγος και ώρα
Μεταφράσεις
ολιγωρία
αγγλικά : negligence (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License